*******

Ιστορίες από το Κουνουπέλι και το δάσος της Στροφυλιάς


Το Κουνουπέλι. Στη φωτογραφία (από αριστερά προς τα δεξιά) διακρίνονται: Το κοινοτικό καφενείο, το παρατημένο ξενοδοχείο, το εκκλησάκι του αγίου Νικολάου, τα μισογκρεμισμένα λουτρά και το παλιό πολυβολείο


Σ΄αυτή τη μοναδικής ομορφιάς περιοχή της Πελοποννήσου, συνάντησα τον Π.Σ. και κατέγραψα τις ιστορίες που ακολουθούν. Ο αφηγητής μού διηγήθηκε τις ιστορίες αυτές χαρακτηρίζοντάς τες πραγματικά γεγονότα, προσωπικά του βιώματα και αφηγήσεις γεροντότερων. Ο Π.Σ είναι 47 χρονών, παντρεμένος, πατέρας με τέσσερα παιδιά και περνά το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου στο δάσος και στη παραλία του ζώντας στην αυτοσχέδια καλύβα του! Δηλώνει Σαββατογεννημένος και υποστηρίζει πως μπορεί να δει πράγματα την νύχτα, που οι άλλοι δίπλα του δεν βλέπουν.

«Το φύλαμα του λαγού»

Είχα πάει για λαγό γύρω στις δωδεκάμιση με μία η ώρα τη νύχτα. Ο λαγός ξεκινάει από εντεκάμιση η ώρα τη νύχτα, έχει πέρασμα και τρεισήμιση, παίζουν στα τούμπια. Παίζουν μες τον άμμο, στα τούμπια, στις ζώνες που λέμε, στις ζώνες για τη φωτιά.
Αυτοί το πρωί είναι χορτάτοι, είναι...λοιπόν...εγώ είμ΄απάνω τώρα στο πεύκο. Είχα βάλει μιά παλέτα και περίμενα στα οχτώ μέτρα ύψος να περάσει ο λαγός. Είχα χτυπήσει ένανε και περίμενα. Βλέπω τότε να έρχεται από μακρυά ένας με άσπρη καπαρτίνα, λέω «τι γίνεται εδω πέρα;»...έρχεται δίπλα «Τι κάνεις εδώ ρε;» μου λέει. «Φύγε» του λέω, «φύγε, θα περάσει ο λαγός, φύγε ρε παλιόπουστα» - συγνώμη - «φύγε ρε παλιόπουστα αποδώ!». «Καλά ντάξει» μου λέει. Με κοιτάει πάλι έτσι, συνεχίζει, φεύγει. Φεύγει δέκα μέτρα, κοιτάω, πω πω ρε μάγκα μου τι έπαθα, τι ΄ταν αυτό, σηκωθήκαν τα μαλλιά μου κειπάνου! Κατεβαίνω γρήγορα κάτου... μετά τον έχασα. Ένας άνθρωπος δέκα μέτρα ψηλός... δεν είχα ξαναδεί ποτές! Λέω «κάτσε λιγάκι», κάνω ένα τσιγάρο, φεύγω. Πάω σπίτι, λέω της γυναίκας: «Νία, βγάλε κάρβουνα», χειμώνας τώρα, ξέρεις, πετάγανε κάρβουνα παλιά, αναμμένα κάρβουνα. Τα πέταξε. Λέω «πάρτο παιδί απ΄τη κούνια», μικρό το παιδί. Πάω και βάζω μια κούκλα.
Πεντέμιση έξι παρά πάω γιά δουλειά εγώ. Πάω στη κούνια και τι βλέπω τώρα; Τη κούκλα την είχε κάνει φυτίλια, κομμάτια σου λέω! Αμα ΄χα βάλει το παιδί θα το΄χε σκοτώσει τη νύχτα.

*******

«Η άυλη γυναίκα»

Στα σκουπίδια ακριβώς, στη Μανωλάδα, στο δρόμο ξέρεις όπως πάμε στο χωριό που είναι δεξιά και αριστερά σκουπίδια, εκεί πίσω στα χωράφια, η περιοχή λέγεται Διχάλι.
Ο κουνιάδος μου Γ. Σ. περνάει το βράδυ απ΄το σπίτι, μου λέει «Παναγιώτ΄ θα με πας κάτου;», «θα σε πάου» του λέω... και τον αφήνω στα σκουπίδια, περνάει αποκεί από το γιοφυράκι και φτάνει κάτου στα τρία γεφύρια που λέμε, που ΄ναι μια γούβα μεγάλη με νερό... Ε, γυρίζω γω, πάω μια βόλτα κάτου κι όπως πήγαινα στο δρόμο, δεν είχα και καλά φώτα, βλέπω μια κοπέλα, δεν πρόλαβα να φρενάρω, τη χτυπάω, «Ωωχ» λέει, πέφτει κάτου! Σταματάω επιτόπου, πάω να τη σηκώσω, τίποτα! Τι έπαθα τώρα γω, τι γίνεται; Φεύγω.
Μόλις φτάνω δω πάνω στου Κρασάκου ...πούναι τα μελίσσα του Γιάννη του Λεπίδα; Ε, λίγο πιο κάτω, κοιτάω πίσω, πάλι την είδα. Φορούσε λευκό φόρεμα πάνω της. Δεν ξαναγύρισα πάλι πίσω, την πλακώνω τη μηχανή και πήγα σπίτι, κοιμήθηκα.

*******

Η παραλία από το Κουνουπέλι μέχρι την Καλόγρια (περίπου 12 χιλιόμετρα). Δεν χρειάζεται να εξηγήσω φαντάζομαι γιατί το Κουνουπέλι ονομάστηκε έτσι! Η Καλόγρια πάντως πήρε το όνομά της από το μοναστηριακό καθεστώς ιδιοκτησίας του δάσους πριν περάσει στον ΕΟΤ.


«Οι νεράιδες και το αίμα που μιλάει»

Να σου πω Κώστα γιά το φράγμα τώρα, ξέρεις γιά το φράγμα που έχουν φτιάξει του Πηνειού, που λέμε. Ε, η μεγάλη (κόρη) της αρέσει η περιπέτεια εδώ στο δάσος, μου λέει: «Μπαμπά...» «Τι είναι Αναστασία;» της λέω. «Πάμε να δω τις νεράιδες!». Λέω «ρε παιδάκι μου δεν κάνει... κει που καθόμαστε θα σου πιάσω το χέρι έτσι, τότε θα τις δεις, μπορεί να σου κάνουν όμως κακό».
Πάμε στις Ξενιές, Παλιοχώρα και κατεβαίνουμε κάτου και φτάνουμε Νταούτι. Νταούτι τούρκικο όνομα, παλιά ήτανε κάποιος Αλήσπασάς που λέμε κει και είχε σαν... και καθόμαστε κάτου ΄σε ένα τούμπι και βλέπουμε το νερό μέσα. Εγώ αυτά τα πράγματα τα ΄βλεπα, τις έβλεπα τις γυναίκες, κάτι ωραίες γυναίκες, ψηλές, με άσπρα και πράσινα ξέρω γω αυτά, δεν φορούσανε τίποτ΄ από μέσα... και τις έβλεπες τώρα, τρέχανε μέσα κει, χορεύανε γύρω γύρω, μέσα στο ποτάμι... κι από κάτω, ακριβώς από μένα πιό κάτου, άκουγες ένα «Ωωωχ!!! ωωχ!». Το «ωχ» που άκουγα ήτανε κάποιος Α. που είχε ΄ρθει στη Μανωλάδα, είχε ΄ρθει από πάνου. Αυτός, τάχε καλά η κόρη του με κάποιονε και τη παράτησε. Την παντρεύει με κάποιον άλλονε, Ε, αυτός ο άλλος έβανε καλλιέργειες... Τον παρενοχλούσε όμως ο άλλος (αυτός που την παράτησε), του έλεγε «την είχα γκόμενα, την είχα έτσι, κείνο...». Του λέει του γαμπρού το βράδυ: «Αυτό το βράδυ ποτίζει κάτι φασόλια. Να πάμε να τον σκοτώσουμε». «Όχι ρε» του λέει, «να πάμε να τον σκοτώσουμε!». Πάνε το βράδυ, είχε φεγγάρι και κόβαν κόφτες απ΄το ποτάμι αυλάκ΄ αυλάκ΄ και ποτίζανε το χωράφι. Την ώρα που ΄σκιβε ο άνθρωπος κι έκοβε κόφτες, του δίνουν μιά με την αξίνα στο κεφάλι κι ο ένας φώναζε «Βάρτου ρεεε, βάρτου ρεεε!». Ε, απο τότενες όταν έφτανες κει αργά το βράδυ ακουγότανε... λέγαν οι παλιοί ότι μίλαγε το αίμα. Λοιπόν ενπάσ΄περιπτώσει, μου λέει η Αναστασία «Μπαμπά», ανατρίχιασε το παιδί, «τι ΄ναι αυτά μπαμπά;», του λέου «έτσι κι έτσι μη φοβάσαι». «Να δω ρε μπαμπά κι εγώ». Λέω «μπορεί να σου κάνουνε κακό», είχα ακούσει έτσι. Του πιάνω το χέρι του παιδιού, κοιτάει η Αναστασία, μου λέει «Ρε μπαμπά, τι πράγματα είναι αυτά, τι ωραίες κοπέλλες είναι αυτές... κάτσε να πάμε πιο κοντά!». Αφήνω το χέρι του παιδιού. «Κάτσε μη γίνει καμιά ιστορία», σκέφτηκα και φύγαμε. Το πήρα το παιδί και φύγαμε.
Εγώ Κώστα είμαι Σαββατογεννημένος. Βλέπω πράματα τη νύχτα που οι άλλοι δε βλέπουν. Έχω συμπεράσει με ανθρώπους μα αυτοί δεν τα βλέπουν. Εγώ τα βλέπω, ούτε φοβάμαι όμως! Ο φόβος υπάρχει, λίγος, αλλά δε φοβάμαι. Εγώ το Θεό φοβάμαι και τον σέβομαι. Τίποτ΄άλλο!

*******

«Ο φόνος και ο θησαυρός της βασίλισσας Υρμίνης»

Εδωμέσα (Κουνουπέλι) λέγανε ότι ερχόσαντε πειρατές... ερχόσαντε πειρατές, πλευρίζανε τα καράβια - γιατί ΄ταν αλλιώς τα πράματα τότες - ρίχναν την άγκυρα και ΄βγαίναν έξω. Κι είχαν αφήσει κάποιον θησαυρό. Λοιποοόν, έχουν φάει πάρα πολλά χρόνια ψάχνοντας να βρούνε τον θησαυρό αυτόνε και τελικά τον βρήκε κάποιος Κ. από την Μανωλάδα.
Είχε έρθει τη κατοχή κάποιος φυγάς από τη Κεφαλλονιά. Ήταν φυλακή, τόσκασε κι ΄ρθε δω στο Κουνουπέλι. Τον είχαν οι Κουρκουμελαίοι που ΄χαν πρόβατα και γίδια για βοσκό. Και του λέγανε: «Τράβα τα ζωντανά να φάνε μες το δάσος». Αυτός τα πήγαινε στο Κουνουπέλι. Γύρναγε το βράδυ, ψώφια τα ζώα! «Ρε χριστιανέ μου που τα πήγες τα πρόβατα και τα γίδια; Μες στο δάσος δε σου ΄παμε;». Ψώφια τα ζωντανά που να κατεβάσουν γάλα! Τα γύρναγε όλη μέρα δωπάνου κι έψαχνε μ΄ένα χάρτη. Τελικά με τα πολλά βρήκε μιά πλάκα μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη.
Εκεί πίσω απ΄το λόφο είναι κάτι καμίνια. Εκεί βγάναν ασβέστη. Βάνανε ξύλα από κάτου, τα καίγανε και βγάνανε ασβέστη. Αυτοί είχαν και δυναμίτες, λεγότανε όπως σου ΄πα Κ. και ήταν τρία αδέλφια. Ο Ν., ο Σ. και ο Γ.
Βρίσκει λοιπόν ο Κεφαλλονίτης έναν απ αυτούς και του λέει: «Βρήκα κάτι κι αν με βοηθήσεις να ανατινάξουμε τη πλάκα, θα τα μοιραστούμε». «Εντάξει» του λέει αυτός. Συνενογιώνται, πάνε βάνουνε δυναμίτες, σπάνε τη πλάκα. Μόλις βγάνουνε το κιβώτιο, είχε της βασίλισσας της Υρμίνης το κεφάλι - λουτρά Υρμίνης λέγονται δω - με τα περιδέραια, με διαμάντια, με αυτά... τον βουτάνε τον άνθρωπο, τον πετάνε μες το καμίνι! Ακουστήκανε κάτι φωνές, ο πεθερός μου ήταν με τα πρόβατα. Τρέχει στο καμίνι πέρα, τον βρήκε, δεν πρόλαβε να πει κουβέντα, τίποτα, είχε πεθάνει. Ειδοποιεί την αστυνομία.
Αυτοί, μόλις είδανε φασαρία τα κρύψανε σε τίποτα σκίντα μέσα κι όταν ήρθε η αστυνομία τους λέει: «Τι έγινε ρε παιδιά;» «Δεν ξέρουμε» λέν΄αυτοί «ακούσαμε κάτι φωνές και τρέξαμε. Φαίνεται κάποιος έπεσε στο καμίνι».
Τα πήρανε έτσι τα λεφτά και σιγά - σιγά άρχισαν να φτιάχνονται... αυτοι λοιπόν δεν έχουνε ούτε παιδιά ούτε σκυλιά! Κατάλαβες; Ο Θεός! Πληρώνουν αμαρτίες!

*******

Με τον Παναγιώτη στη καλύβα του μέσα στο δάσος


«Ο θησαυρός που έκανε φτερά»

Εκεί στο βουνό τώρα, που είναι η σπηλιά, ήτανε άλλος θησαυρός!
Ακριβώς απάνω στο κάστρο, το φράγκικο, βρήκανε κι άλλον θησαυρό. Οι Γερμανοί, πριν 6 χρόνια. Στη πίσω μεριά του κάστρου, έχουνε σκάψει. Είναι δύσκολο να σκάψεις γιατ΄έχει πέτρες.
Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, ήτανε στο τάγμα θανάτου. Μόλις μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, είπανε να πάρουν τον χρυσό, να το πάνε, το μισό στην Απω Ανατολή και τον άλλον μισό στη Κρήτη. Στη Κρήτη γιατί δε πάταγε άνθρωπος, δύσκολα θα πάταγε Γερμανός! Μετά τι γίνεται; Συνενογιώνται οι Αγγλοι με τους δικούς μας τους αξιωματικούς και τα πετάξανε στα βουνά, με χάρτες. Αυτά μείνανε, όσοι σκοτωθήκανε... μείνανε. Όσοι επιβιώσανε στο πόλεμο, γυρίσανε πίσω με χάρτες και τα βρήκανε. Κατάλαβες τώρα; Γι αυτό ψάχνανε στα βουνά με χάρτες αποδώ κι αποκεί.
Έβαλε λοιπόν τη σκηνή του δίπλα στο κάστρο, μιά μεγάλη σκηνή, την έστησε κι έσκαβε μέσα. Γερμανός. Οργανωμένος. Είχε καθαρίσει γύρω ωραία ωραία... περάσανε 10 μέρες δεν τον είδαν να βγαίνει, κάποιος μπήκε μέσα, κοιτάει, σωρό το χώμα κι οι πέτρες! Αυτός την είχε κοπανήσει, πάνε 6 χρόνια! Πήγε λοιπόν η Ασφάλεια και βρίσκει ένα σκελετό, 2-3 λίρες και ένα στρατιωτικό κασόνι άδειο.
Ο θησαυρός είχε κάνει φτερά!

*******





(έρευνα, καταγραφή:Ανδρικόπουλος Κωνσταντίνος, ©2005)