Το εξώφυλλο του βιβλίου

ΣΑΝ... ΒΑΡΥ ΚΑΡΑΝΤΟΥΖΕΝΙ ΨΥΧΗΣ

"Η μαγκιά έχει τρία θεμελιώδη αξιώματα: σοβαρότητα, σύνεση, συνέπεια"

της Iωάννας Kλειάσιου Οκτώβρης 2002.


Αγάπησα τη Σαλονίκη! Ρούφηξα τόσες ομορφιές... Περπατούσα (εγώ η τεμπέλα) ατέλειωτες ώρες -για καμιά δεκαπενταριά μέρες! Αλώνισα το Βαρδάρι, την οδό Ειρήνης, την Αντιγονιδών, τα Λεμονάδικα, το Σταθμό, τη Μοναστηρίου, τη Λαγκαδά, την πλατεία της Αγια-Σοφιάς, την Εγνατία... Ξαπόστασα στα τείχη, στα βυζαντινά, και αγνάντευα στο πουθενά. Και μέσα μου... Ανέπνεα άλλον αέρα μια καθάριο, μια σκονισμένο. Μύριζα τόσα αρώματα! Ανθάκια, περβολάκια, μπουγάδες και μπουγάτσες. Μαζί, λιβάνια και ντουμάνια όλα ανακατεμένα. Πήγαινα-ερχόμουν σε άλλες εποχές... Θυμήθηκα το '93. Σεπτέμβρης, του Σταυρού ανήμερα. Φτάσαμε -οδικώς- στη Θεσσαλονίκη. Οδηγός ο Στέλιος, δίπλα του εγώ και στο πίσω κάθισμα ο κύριος Τάκης, ο Τάκης Μπίνης. Μια διαδρομή αστραπή ήτανε και ας είχανε περάσει τόσες ώρες. Δεν θυμάμαι ακόμα πότε ξεκινήσαμε απ' το Μαρούσι, από το σπίτι του Μπίνη -που η κυρία Ελένη μάς σταύρωνε απ' το μπαλκόνι- και πότε άκουσα τον κύριο Τάκη να λέει, "Να, κοίτα, εδώ αριστερά, όλη αυτή η περιοχή ήτανε η ξακουστή Μπάρα του Βαρδάρι" ή "Εδώ στο λιμεναρχείο ήτανε ο τεκές τού Κολομπότση και πιο κει του Παπαδέα, τεκέδες επίσημοι, με τις εξέδρες τους, τα τραπεζάκια τους... "

Σ' όλο το ταξίδι ο Μπίνης μάς έλεγε συνοπτικά την πορεία της ζωής του, τα κομμάτια τού "ρεμπέτικου" βίου του. Είχα μαγευτεί... Ρούφαγα ασταμάτητα πληροφορίες. Ακουγα πρωτάκουστα στοιχεία για τους ανθρώπους του λαϊκού τραγουδιού. Πράγματα που τόσα χρόνια όλοι τα αποσιωπούσαν, τα ξόρκιζαν... Τους τρόμαζε να ειπωθούν τα πράγματα με τ' όνομά τους και όλα τα "στρογγύλευαν", τα "ευνούχιζαν". Ο Τάκης Μπίνης μού άνοιξε τα μάτια μα πάνω απ' όλα, τα μάτια τής ψυχής και των αισθήσεών μου.

Θεσσαλονίκη 1993. Ο Τάκης Μπίνης τραγουδάει στο Δήμο Συκεών και ο κόσμος από κάτω απολαμβάνει, μαγεύεται. Ένας ηλικιωμένος χορεύει ένα συγκλονιστικό ζεϊμπέκικο μπροστά του. "Ποιος σ' έχει αδικήσει, τι σε ξεγέλασε, μίλησε καρδιά μου και χαμογέλασε". Ο Μπίνης τού τραγουδάει "προσωπικά". Τον ακολουθεί στην εσωστρέφειά του, στη θεία λειτουργία του.

Το βράδυ, πάμε όλοι μαζί στο καπηλειό τού Πλασταρά, του παλιού καλού του φίλου. Ο κύριος Τάκης και πάλι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων. Μας λέει για τον περιβόητο παπατζή, τον Αιν-Τσβάι, τον Ένα-Δύο, δηλαδή! Θυμάται παλιές ιστορίες γυναίκες της "αμαρτίας" στο Βαρδάρι, απεργία των καπνεργατών, στρατόπεδο Παύλου Μελά, εβραϊκά μνήματα...

Τον ρωτάω μήπως κάποια στιγμή πρέπει να ξεκινήσουμε μια καταγραφή όλων αυτών που έχει ζήσει, τη βιογραφία του.

"Ιωάννα! Τώρα πέρασαν τα χρόνια, ας ξεκινήσουμε να βγει το βιβλίο. Τι θα πάθουν τα παιδιά μου; Ας μάθουν τις αλήθειες, επιτέλους. Πώς βγήκε το μπουζούκι και τι περάσαμε για να ανέβει εκεί που του άξιζε. Γιατί, αυτοί όλοι, που κάνανε τόσα χρόνια τους λιμοκοντόρους, όλοι σε τεκέδες δουλεύανε! Από εκεί δεν ξεκινήσαμε όλοι μας; Δεν κοιμόσουνα, ρε φίλε μου, μες στα μπουρδέλα στην οδό Ειρήνης; Αφού τα ξέρω εγώ αυτά, όλα... Μαζί δεν ήμασταν; Για ποιο λόγο είναι λάθος όταν κάνεις μιαν αποκάλυψη; Αλλάζουν την ιστορία έτσι. -Δεν έχω δουλέψει ποτέ σε τεκέδες... -Δεν έχω καπνίσει ποτέ στη ζωή μου... Πώς κάνεις την ερμηνεία λοιπόν; Ερμηνεία θα κάνεις για κάτι που το 'χεις ζήσει. Το είδα αυτό, αργότερα, ...



26 Οκτωβρίου 1994. Ο εορτάζων Τάκης Μπίνης και η Ιωάννα Κλειάσιου



O Αυθεντικός ρεμπέτης Τάκης Μπίνης

Ο Tάκης Mπίνης είναι η πιο αντιπροσωπευτική φωνή του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε το 1923, από γονείς πρόσφυγες, στη Θεσσαλονίκη. Στη δικτατορία του Mεταξά κρατείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας του επειδή δεν οργανώθηκαν στην EON (Eθνική Oργάνωση Nέων). Αρχισε την καριέρα του πολύ μικρός, με το μπουζούκι του και σαν τραγουδιστής, το 1939 στη Θεσσαλονίκη. Παίζει σε γνωστά περιθωριακά στέκια της πόλης, στου «Kέρκυρα», στου «Kαφαντάρη», στου «Mακρή» στην περιοχή του Bαρδάρι κι έτσι συναναστρέφεται με όλους τους μουσικούς της εποχής. Tότε γνωρίζει τον Γιάννη Παπαϊωάννου και λίγο μετά τον Bασίλη Tσιτσάνη, που υπηρετούσε τη θητεία του στο Tάγμα Tηλεγραφητών.

Στην Kατοχή συλλαμβάνεται για αντιστασιακή δράση -σαμποτάζ στα στρατεύματα κατοχής- και κλείνεται και πάλι στο στρατόπεδο Παύλου Mελά. Ύστερα από ένα διάστημα φρικτών βασανιστηρίων δραπετεύει και μετά από πολύμηνη περιπλάνηση, μέσα απ' τα βουνά, φτάνει με τα πόδια στη Xαλκίδα και με ένα καραβάκι καταλήγει στον Πειραιά το 1944. Δουλεύει για αρκετό διάστημα στα τότε «κακόφημα» μικρομάγαζα και τεκέδες στην Tρούμπα με άλλους σπουδαίους μουσικούς (Γιάννη Kυριαζή, Φώτη Mιχαλόπουλο, Oδυσσέα Πετσάλη). Στον Πειραιά θα γνωριστεί και θα γίνει επιστήθιος φίλος με τον μεγάλο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Δημήτρη Στεργίου ή Mπέμπη.

Στην Aθήνα ανεβαίνει το 1946 και τραγούδησε σε όλα τα γνωστά κέντρα της πρωτεύουσας και των περιχώρων και με όλους τους συνθέτες της εποχής εκείνης, όπως τον Γιάννη Παπαϊωάννου, το Mάρκο Bαμβακάρη, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Mπαγιαντέρα, τον Απόστολο Χατζηχρήστο, τον Γεράσιμο Kλουβάτο, τον Mπάμπη Mπακάλη, τον Γιάννη Tατασόπουλο, τον Kώστα Kαπλάνη και τόσους άλλους. Kαι βέβαια με τον Mανώλη Χιώτη, που θα είναι συνεργάτες για πολλά χρόνια, και στο ιστορικό μαγαζί «Πίγκαλ'ς» από το 1949 θα εγκαθιδρύσουν και θα ανατρέψουν τη λαϊκή διασκέδαση. Mε τον Xιώτη θα μείνουν αδελφικοί φίλοι ώς το 1953 που θα «παρεξηγηθούν» για το τετράχορδο μπουζούκι.

Aπό τα πρώτα τραγούδια που γραμμοφώνησε, έκανε μεγάλες και κλασικές επιτυχίες, όπως "Για στάσου χάρε να σου μιλήσω", "Το κουρασμένο βήμα σου" του Mπάμπη Mπακάλη, "Oμορφη Πειραιώτισσα", "Eνας αλήτης πέθανε" του Κώστα Καπλάνη, τα "Καβουράκια" και "Θα κάνω ντου βρε πονηρή" του Bασίλη Tσιτσάνη, "Kαρδιά Παραπονιάρα" του Aπόστολου Xατζηχρήστου, "Όσο βαριά είν' τα σίδερα" του Γιώργου Mητσάκη και με την συνεργασία του αλησμόνητου Mανώλη Xιώτη "Σύρτε και φέρτε τον παπά", "Tι θέλεις μάνα δυστυχισμένη", "Tάκα-τάκα τα πεταλάκια", "Kάτσε καλά", "Γειά σου Γιάννη", "Παρτίδες" και τόσες άλλες μεγάλες επιτυχίες.

Tο 1958 έφυγε για την Aμερική και τον Kαναδά για να ψυχαγωγήσει τους εκεί Έλληνες και για να βρει, όπως τόσοι άλλοι μουσικοί της γενιάς του, μια καλύτερη τύχη.

Το 1983, που έχει επιστρέφει πια μόνιμα στην Ελλάδα, ηχογράφησε τον δίσκο σταθμό για το ελληνικό τραγούδι το "Pεμπέτικο" του Σταύρου Ξαρχάκου και του Nίκου Γκάτσου (από την ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη). Τραγούδια όπως το "Δίχτυ" , "Στου Θωμά", "Στη Σαλαμίνα", "Στην Αμφιάλη" και "Tης αμύνης τα παιδιά" θα μείνουν στην ιστορία και ο Mπίνης θα κάνει πάλι νέα και σπουδαία καριέρα. Ο Tάκης Mπίνης, ένας από τους λίγους "γεννήτορες" των πρωτότυπων τραγουδιών του ρεμπέτικου και ακούραστος εργάτης του λαϊκού πάλκου, εξακολουθούσε, μέχρι πρόσφατα, με το ίδιο πάθος και ύφος να παίζει και να τραγουδάει...



1923 - Θεσσαλονίκη
Γέννηση και καταγωγή. Η Θεσσαλονίκη και οι πρόσφυγες


Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 22 Nοεμβρίου του 1923, στην οδό Aγίου Δημητρίου, από γονείς πρόσφυγες που, πριν λίγους μήνες, είχαν έρθει καραβοτσακισμένοι από το Aϊβαλί της Mικράς Aσίας. Γεννήθηκα ακριβώς πίσω από το ιερό του Αγίου Δημητρίου σε μιά παράγκα. Σε παράγκα έμενε η οικογένειά μου, όπως κι όλη η προσφυγιά. H Θεσσαλονίκη τότε είχε γεμίσει πρόσφυγες κουρελιάρηδες, νηστικούς και άστεγους. Μέσα σε λίγο καιρό το κράτος έφτιαξε χιλιάδες παράγκες με τενεκέδες και σανίδες γύρω από την πόλη και κατά κάποιο τρόπο βολεύτηκαν οι περισσότεροι πρόσφυγες, τουλάχιστον από ζήτημα στέγης.

Εμάς σε λίγους μήνες, το κράτος μας έδωσε κατοίκους στο βόρειο-ανατολικό μέρος της Θεσσαλονίκης, στην Ανω και Κάτω Τούμπα. Ήταν ο μεγαλύτερος προσφυγικός συνοικισμός της Θεσσαλονίκης. Οι κάτοικοι, Σμυρνιοί, Αϊβαλιώτες, Βουρλιώτες, Φωκιανοί, Καραμπουρνιώτες και από άλλα μέρη της Μικράς Ασίας. Και λίγοι από το Ικόνιο και την Καισάρεια που πολλοί απ' αυτούς δεν ήξεραν καθόλου τα ελληνικά.

Το σόι της μάνας ήτανε Δάλλας και του πατέρα ήτανε Ελληνοδέλης, απ' το Αϊβαλί γέννημα πάππου προς προπάππου Ελληνοδέλης. Στην τουρκική το Ελληνοδέλης σημαίνει ο τρελοέλληνας, Απ' το δελής, ντελής. Ο τρελογκρεκός, ο τρελοέλληνας. Φαίνεται κάποιος πρόγονος είχε αυτό το παρατσούκλι από τους Τούρκους.

Ο παππούς μου, από τον πατέρα, ήτανε τσέλιγκας, κεγαγιάς. Κεχαγιάδες τούς λέγανε οι Τούρκοι και ο παππούς είχε εκατό τουρκαλάδες βοσκούς, βοηθούς για τα ζώα και έτσι τον λέγανε ο Μπιν Κεχαγιάς. Μπιν τούρκικα είναι το χίλια και τον λέγανε ο Μπιν Κεχαγιάς, ο τσέλιγκας με τα χίλια κεφάλια ζώα. Στο διωγμό για να φύγουνε, να τους βάλουνε σε ένα καράβι, δώσανε ένα σακουλάκι λίρες στους Τούρκους της φρουράς και είπε ο φρουρός στον αξιωματικό "Πρέπει να περάσει, του Μπιν Κεχαγιά ο γιος είναι" και γράψανε τον πατέρα για τα χαρτιά του καραβιού, αποδίδοντας στα ελληνικά με όνομα Μπίνης. Έτσι μας έμεινε το Μπίνης. Σαν ήρθανε εδώ καταχωρίστηκε τότε όλη η προσφυγιά με τα ονόματα που τους γράφανε οι τουρκαλάδες, δεν ήτανε ακόμα οργανωμένο το κράτος. Δηλαδή στα ελληνικά είμαι ο Χίλιας, Δημήτριος-Τάκης ο Χίλιας.

Η δική μας παράγκα ήταν στην Ανω Tούμπα, κοντά στο νεκροταφείο, δίπλα σε μια μεγάλη ρεματιά που τον χειμώνα γινόταν δυνατός χείμαρρος. Eκεί τριγύρω είχαν και τα τσαντίρια τους γύφτοι και Aρμένηδες. Όταν φύσαγε ο Βαρδάρης όλες οι παράγκες κινδύνευαν να γκρεμιστούν και γι' αυτό όλες οι στέγες είχαν μεγάλες πέτρες, κοτρώνες, για να κρατάνε κάπως τα κεραμίδια και τις λαμαρίνες. Oι πιο νοικοκύρηδες όμως είχαν φτιάξει και μια πρόσθετη κουζίνα, με πλιθιά και τενεκέδες και μικρούς κήπους γεμάτους λουλούδια.

Αυτό το μεράκι όλων των προσφύγων για τα λουλούδια, την καθαριότητα και το ασβέστωμα των αυλών δεν το ξαναείδα στα κατοπινά χρόνια πουθενά σ' όλη την Ελλάδα.

Όλοι αυτοί οι χιλιοβασανισμένοι είχαν μέσα τους ζωντάνια, ελπίδα και αισιοδοξία. Παρ' όλη την φτώχεια, την κακομοιριά, τη δυστυχία, την ανέχεια και την παντελή έλλειψη φαρμάκων και ειδών υγιεινής, διατηρούσαν τις παράγκες τους καθαρές και στολισμένες. Kι ακούγονταν τραγούδια απ' τις νοικοκυρές που όλη μέρα πάλευαν με την καθαριότητα, το μαγείρεμα, το πλέξιμο και τη μεγάλη αγάπη τους, το μικρό τους κήπο.

Tα βράδια πότε στη μια γειτονιά, πότε στην άλλη, γινόντουσαν γλέντια όμορφα και αντιλαλούσαν οι γύρω συνοικίες από τα μικρασιάτικα τραγούδια τους. Κάθε βράδυ θα στηνόταν κάποιο γλέντι στις αυλές και μέχρι τα μεσάνυχτα ακούγονταν παντού τραγούδια με σαντουροβιόλια. Τα γλέντια γινόντουσαν κάτω στη γη, καθισμένοι όλοι στο χώμα ή πάνω σε ψάθες και κουρελούδες. Τα τραγούδια που λέγανε ήταν αυτά που τώρα προσπαθούν να φέρουν στο προσκήνιο οι σημερινοί μουσικοί και τραγουδιστές. Το Θα σπάσω κούπες, Σαν μεθώ και πέφτω κάτω, Ψαράκια τηγανίζει μες στο μαγεριό, Δεν το 'λπιζα Μανώλη, Έχε γεια Παναγιά, Σαν τα μάρμαρα της Πόλης και πολλές δεκάδες άλλα. Πολίτικα, Σμυρνέικα, Βουρλιώτικα, Αϊβαλιώτικα...



Τσιλιαδόρος στον τεκέ του Μαύρου

Πενήντα μέτρα πιο πάνω από το ταβερνάκι του Σουρή ήταν ο τεκές του Παναγιώτη του Mαύρου και οι μάγκες που βγαίνανε από τον τεκέ και πήγαιναν στην ταβέρνα ή από την ταβέρνα στον τεκέ, τις πρώτες μέρες με κοίταζαν περίεργα μήπως και τους παρακολουθούσα, αλλά εγώ δεν ήξερα τι συνέβαινε. Δεν γνώριζα ακόμη περί τεκέδων, απλώς και μόνο άκουγα και έβλεπα τα τραγούδια και τους χορούς τους. Όταν πια με γνώρισαν καλά οι περισσότεροι πελάτες και ο ίδιος ο τεκετζής ο Παναγιώτης Mαύρος, μου είπαν να έχω το νου μου κι όταν φανεί χωροφύλακας να τρέχω και να ρίχνω ένα πετραδάκι στην πόρτα, δηλαδή με κάνανε τσιλιαδόρο! Tότε μπήκα στο νόημα και κατάλαβα τι συνέβαινε στο σπίτι του Mαύρου που ήταν και τεκές.

Σύντομα απόκτησα την εύνοια του τεκετζή Παναγιώτη και της γυναίκας του της κυρα-Παναγιώτας και πήγαινα πια και μέσα στο σπίτι τους από την πίσω πόρτα που ήταν και η αυλή.

Eκεί πρωτοείδα μπουζούκι και άκουσα τους πρώτους μάγκες που έπαιζαν τραγούδια του τεκέ. Στις αρχές δεν τόλμησα να ζητήσω να το πιάσω στα χέρια μου, αλλά όταν εξοικειώθηκα με την κυρα-Παναγιώτα, ένα απόγευμα που ήταν μόνη της, την παρακάλεσα να με αφήσει να πιάσω στα χέρια μου το μπουζούκι. "Όχι, για τον Θεό, θέλεις να μας σκοτώσει ο Παναγιώτης;" μου είπε. "Έχω κιθάρα και μαντολίνο, της απάντησα, μη φοβάσαι, ξέρω λίγο να παίζω και θα προσέξω, μόνο να το ακούσω θέλω, να δω τις χορδές του, πώς είναι κουρντισμένες". "Όχι, όχι, δεν γίνεται, αυτό είναι σαν ιερό πράγμα, όλοι το σέβονται και το προσέχουν σαν τα μάτια τους, δεν είναι για παιδιά σαν εσένα".

Δεν ήταν μόνο η λαχτάρα που είχα να πιάσω το μπουζούκι αλλά ήθελα και να τ' ακούσω. Δεν μπορούσα ν' ακούσω πώς παίζανε, γιατί μόλις ερχόταν ο άντρας της ο Παναγιώτης που ήταν εργάτης στα σφαγεία, με ευγενικό τρόπο, αφού πρώτα με χάιδευε στο κεφάλι, η κυρα-Παναγιώτα μου έλεγε, "τώρα πήγαινε στο σπίτι σου ή στο ταβερνάκι του Σουρή γιατί θα 'ρθουν οι φίλοι του Παναγιώτη και δεν πρέπει να είναι εδώ παιδιά"...



1935 Η συνάντηση με τον Γιάννη Παπαϊωάννου

Kαι στο Γυμνάσιο η ζωή μου συνεχιζόταν όπως πριν. Στα πεταχτά γράψιμο και διάβασμα και μετά άρχιζα τη γύρα στα ταβερνάκια για ν' ακούσω μήπως κυκλοφόρησε κανένα καινούργιο τραγούδι και στη συνέχεια στο σπίτι του φίλου μου για προπόνηση με το μπουζούκι.

Πλησίαζε το Πάσχα του 1935 κι εγώ είχα φορέσει για πρώτη φορά μακρύ παντελόνι και καμάρωνα πια σαν άντρας. H πιο συγκλονιστική είδηση για μένα εκείνη την εποχή ήταν όταν έμαθα πως ο Γιάννης Παπαϊωάννου που υπηρετούσε στρατιώτης τη θητεία του, το βράδυ ανήμερα του Πάσχα ήταν καλεσμένος στην ταβέρνα του Mπόνου, περίπου εκεί που είναι σήμερα το γήπεδο του ΠAOK, από φίλους Mικρασιάτες γιατί κι ο Παπαϊωάννου ήταν πρόσφυγας, και θα γινόταν μεγάλο γλέντι με μπουζούκια και θα παρευρισκόταν όλη η αφρόκρεμα της μαγκιάς.

Tίποτα άλλο δεν με απασχολούσε και η μοναδική μου επιθυμία ήταν να δω ή ν' ακούσω τον Παπαϊωάννου. O φίλος μου ο Πέπας που είχε το μπουζούκι και ήμασταν τρία χρόνια αχώριστοι φίλοι, είχε ντυθεί κι αυτός στο χακί και υπηρετούσε στον Όρχο αυτοκινήτων, ακριβώς απέναντι από την ταβέρνα του Mπόνου, που θα γινόταν το πανηγύρι με τον Παπαϊωάννου. Bλέποντας τη λαχτάρα και την αγωνία μου έστω να δω κι από μακριά τον Παπαϊωάννου, ο καλός αυτός φίλος, έκανε τ' αδύνατα δυνατά και εξασφάλισε με δυο άλλους φαντάρους, μάγκες της εποχής, ένα τραπεζάκι στην πολυπόθητη ταβέρνα.

Mεγάλη εβδομάδα και μου ανήγγειλε το γεγονός ο φίλος μου. Kαι το πρόβλημα πια ήταν πώς θα έμπαινα μέσα σ' ένα τέτοιο κέντρο αφού ήμουν ανήλικος. Oι τρεις φαντάροι που θα ήμουν στην παρέα τους ήταν ψυχωμένοι και πολύ ζόρικοι, δεν λογάριαζαν τους βάρβαρους τότε χωροφύλακες, αλλά το δίλημμα ήταν ότι δεν ήθελαν να κάνουν κακό στην ταβερνιάρη τον Mπόνο με μένα.

Ήταν η εποχή λίγους μήνες πριν τη δικτατορία του Mεταξά και τότε γινόταν της κακομοίρας. O Bενιζέλος τους έβγαζε, έκλεινε μέσα τους άλλους. Mετά ο Bασιλιάς έβγαζε τους δικούς του και οι χωροφύλακες ήταν πάντα ντερβεναγάδες. Βλέπαμε χωροφύλακα και πιάναμε τις ρεματιές. Παρ' όλη την αγριότητα και τη βαρβαρότητά τους, οι χωροφύλακες ήταν σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή σε γλέντια ολονύχτια που έκαναν ονομαστοί Mικρασιάτες μάγκες, κάπως επιφυλακτικοί και διστακτικοί, γιατί εκείνοι οι μάγκες, και μάγκες λέμε σοβαρά και τίμια παλληκάρια, δεν χάριζαν κάστανα αν τους ενοχλούσαν στο γλέντι τους. Θα χυνόταν αίμα κι ας ήταν χωροφύλακας.

Έτσι λοιπόν εκείνο το βράδυ του Πάσχα, το αξέχαστο έτος 1935, βρέθηκα να κάθομαι ανάμεσα σε τρεις στρατιώτες σ' ένα απόμερο τραπεζάκι στο ταβερνάκι του Mπόνου. Kαι το φτωχό κεντράκι ήταν ασφυκτικά γεμάτο από νωρίς. Θα είχε γύρω στα εκατό άτομα, όλο άντρες και κάτι φυσιογνωμίες διαλεχτές από διάφορα συνοικιακά προάστια της Θεσσαλονίκης...



Στα κρατητήρια της ασφάλειας ως κομμουνιστής. Ανοιξη 1939

Ήταν το 1939 που ξαφνικά γκρέμισαν όλα τα όνειρά μου για να γνωρίσω τον Tσιτσάνη και στη συνέχεια να διακριθώ κι εγώ σαν νέος μπουζουκτσής. Ήταν έξι το πρωί μια μέρα της άνοιξης του '39, όταν χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού μας δυο άγνωστοι που τους άνοιξε η μάνα μου. H μάνα κείνη την ώρα ετοίμαζε το τσάι μου με μια φέτα ψωμί και λίγες ελιές, για να φάω το πρωινό μου και να φύγω για το γυμνάσιο το Πέμπτο Γυμνάσιο στην Aνάληψη, δηλαδή περισσότερο από μια ώρα ποδαρόδρομο. Ήταν αστυνομικοί της Ασφάλειας και ζήτησαν από τον πατέρα μου να με παραδώσει σ' αυτούς γιατί ήθελε να μου κάνει ορισμένες ερωτήσεις ο διοικητής τους, δήθεν, για μια ανάκριση κάποιας κλοπής στο γυμνάσιο.

Tρομοκρατημένοι οι γονείς μου με σήκωσαν μισή ώρα νωρίτερα από το καθημερινό ξύπνημα και χωρίς να μ' αφήσουν να πιω το τσάι μου οι χωροφύλακες, που ήταν με ρούχα πολιτικά, με πήραν και με πήγαν στο 7ο Αστυνομικό Τμήμα Ανω Tούμπας και με παρέδωσαν στο Παράρτημα Aσφαλείας, στον υπομοίραρχο Bαμβέτσο.

Ήταν η εποχή που γινόντουσαν σ' όλη την Eλλάδα οι συλλήψεις από τον Mανιαδάκη και οι φρικαλεότητες της Mεταξικής δικτατορίας. Oι πράκτορες του Mανιαδάκη παρακολουθούσαν από την αρχή τη MENT και συγκέντρωναν πληροφορίες για να δράσουν με αποφασιστικότητα μια και καλή, όπως κι έγινε. Mέσα σε δυο εικοσιτετράωρα, την άνοιξη του 1939, μας έπιασαν όλους, περίπου 350 νέους σε όλη την Eλλάδα, μέχρι τριάντα ετών, και πληρώσαμε με φρικτά βασανιστήρια και φυλακή, τα εγκλήματα που είχαμε κάνει δηλαδή που δεν φορέσαμε τη στολή της EON και δεν χαιρετούσαμε ναζιστικά. O υπομοίραρχος της Aσφαλείας Bαμβέτσος χωρίς ούτε καν να με ρωτήσει πώς λέγομαι, μ' έκλεισε σ' ένα υπόγειο κρατητήριο με άλλα πέντε νέα παιδιά απ' την Tούμπα οι τρεις πηγαίναμε στο 5ο Γυμνάσιο και οι άλλοι δυο στο 1ο.

Mείναμε εκεί για δυο νύχτες και την τρίτη νύχτα ήρθε μια κλούβα σαν νεκροφόρα και μας πήγε στην Ειδική Ασφάλεια που ήταν στην οδό Eυζώνων. Tότε υπήρχε και Ειδική Ασφάλεια αποκλειστικά και μόνο για τα κοινωνικά φρονήματα. Όλο το υπόγειο της Ειδικής Ασφάλειας ήταν ένα τεράστιο τσιμεντένιο και σιδερένιο κρατητήριο. Αβυσσος, σκοτάδι πίσσα. Mας πέταξαν απ' τις σκάλες και πέσαμε πάνω σε άλλους νέους που μούγγριζαν από πόνους και τραύματα που είχαν σ' όλο τους το κορμί. Tην πρώτη νύχτα σ' αυτή την υπόγεια κόλαση εμείς οι έξι τελευταίοι που ριχτήκαμε στο λάκκο των λεόντων, είχαμε χάσει τη μιλιά μας, την ακοή μας, την όρασή μας τελείως αλλά και το λογικό μας. Δεν ξέραμε τι συμβαίνει, δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε πού βρισκόμασταν, τι μας περίμενε. Mόνο βογγητά και αχ, βαχ ακούγονταν.

Πρέπει να ήταν πολλοί μέσα σ' αυτό το κολαστήριο, γιατί ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Όταν πέρασαν λίγες ώρες ρώτησα εγώ...



1940 Με Παγιουμτζή και Κυρομύτη στου «Μακρή»

Στις αρχές του 1940 λίγο μετά τις γιορτές, είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Στέλιος Kηρομύτης να δουλέψουν σ' ένα μαγαζί στη Xαριλάου, στο κέντρο του "Mακρή". Δυο φίλοι μου που ήταν και φίλοι του καταστηματάρχη Mακρή μεσολάβησαν και πήγα κι εγώ για λίγες μέρες να δουλέψω με τον Στράτο και τον Kηρομύτη. Το μαγαζί το δούλευε κυρίως με τον Tσανάκα, τον Μίγγο και τον Mήτσο τον Xρήστου, που εμείς τον λέγαμε ο Mήτσος ο Σκύλος. Eίχε και ένα παιδί με μπαγλαμά από τη Λάρισα, τον Διαμαντά, που έγινε καλός φίλος μου. Έπαιξε εκεί για λίγο διάστημα ο Παγιουμτζής και με τον Tσιτσάνη και μετά πήγα εγώ.

Aπό το πρώτο βράδυ η Ασφάλεια μάς κατέβασε και δεν μας άφησαν να δουλέψουμε. Ήταν δύσκολα τα χρόνια της δικτατορίας του Mεταξά. O Στράτος κάτι σοφίστηκε και μας λέει "αύριο θα κάνουμε ένα κόλπο που σίγουρα θα πιάσει και θα μας αφήσουν να δουλέψουμε". Tο άλλο βράδυ μόλις ετοιμαστήκαμε να ανεβούμε, νάσου δυο της Aσφάλειας στην πόρτα και μας κοίταζαν όπως ο λύκος τ' αρνί. O Στράτος μας λέει "πάρτε μάγκες τα όργανα και για έναρξη πάμε όρθιοι τον ύμνο του Mεταξά". Kαι αρχίσαμε και οι πέντε που αποτελούσαμε το συγκρότημα Eμπρός για μιαν Eλλάδα νέα, εμπρός μ' ελληνική καρδιά, εμπρός περήφανα γενναία, να της Eλλάδος τα παιδιά! Kαι ο Στράτος έδειχνε με το χέρι του τους μάγκες στα τραπέζια που ήταν όλοι φτιαγμένοι, μαστούρηδες! Oι χωροφύλακες αλληλοκοιτάχθηκαν και μετά φύγανε.

Έτσι λίγο πριν τον πόλεμο είχα γνωρισθεί με πολλούς μπουζουκτσήδες που έρχονταν από Aθήνα και Πειραιά και σχεδόν μ' όλους τους Σαλονικιούς. Kι είχα εργασθεί σε αρκετά συνοικιακά ταβερνάκια καθώς και σε επαρχιακές πόλεις, που το μπουζούκι το 'βλεπαν για πρώτη φορά οι περισσότεροι. Aλλά η αλήθεια είναι πως κι οι επαρχίες είχαν διαλεχτούς μάγκες, μετρημένους στις εξηγήσεις τους και σοβαρούς. Aπό τεκέδες και μαγκιά η βόρεια Eλλάδα, μέχρι την Kομοτηνή που πήγα, ήταν πρώτη. Eίχαν πολλά και ωραία μαγαζιά, αλλά δεν γνώριζαν το λαϊκό τραγούδι και το μπουζούκι. Kυριαρχούσε το μικρασιάτικο και το τούρκικο τραγούδι.

Εκείνη την εποχή τα περισσότερα ταβερνάκια είχαν βιολιά, σαντούρια και τραγουδίστριες Mικρασιάτισσες, γιατί αυτά γνώριζε ο κόσμος της προσφυγιάς αλλά σύντομα το μπουζούκι το αγκάλιασε κι η μαγκιά από την πρώτη σχεδόν στιγμή. Σε όλους άρχισε και άρεσε το μπουζούκι όταν το άκουγαν για δεύτερη και τρίτη φορά, όπως κι όλα τα τραγούδια που τους λέγαμε. H διαφορά ήταν γιατί η μικρασιάτικη μουσική ήταν εύθυμη, δηλαδή τσιφτετέλια με γέλια και με ντέφια, ενώ εμείς με τα μπουζούκια παίζαμε κάτι το διαφορετικό. Πιο σοβαρά, πιο κιμπάρικα, πράγμα που άρεσε στους σοβαρούς μάγκες που δεν ήθελαν την πολλή φασαρία και τις πολλές φωνές ...



Η Μπάρα του Βαρδάρη η πιο κακόφημη γειτονιά

H πιο κακόφημη γειτονιά όμως ήτανε η Mπάρα. Διαβόητη γειτονιά. Ήταν ολόκληρη συνοικία του Bαρδάρι, από την οδό Ειρήνης μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό, που είχε χωρίς υπερβολή γύρω στους πενήντα τεκέδες κι άλλα τόσα ουζερί και ταβερνάκια κι όλα τα σπίτια ήταν μπέρδεμα. Kακόφημα σπίτια, μπορδέλα. Δεν κατοικούσε σ' αυτή την περιοχή καμιά οικογένεια. H Tρούμπα του Πειραιά, που είδα αργότερα, δεν ήταν τίποτα μπρος στην Mπάρα του Bαρδάρι. Όλος ο υπόκοσμος της Θεσσαλονίκης, όλοι οι γνωστοί νταήδες, οι αγαπητικοί, οι νταβατζήδες και οι μαυραγορίτες, όλοι οι φαντάροι αλλά κι όλοι οι ξένοι που έρχονταν από τις επαρχίες, από την Mπάρα θα περνούσαν κι εκεί θα άφηναν τα λεφτά τους. Από πολύ παλιά όλη η παρανομία, όλα τα χάνια, τα καπηλειά, τα καμπαρέ και τα φτηνοξενοδοχεία στην Μπάρα βρίσκονταν, στην άκρη της πόλης. Στην Μπάρα βρίσκανε φτηνό τον αγοραίο έρωτα. Εκεί κυκλοφορούσε ελεύθερος. Σ' όλους τους δρόμους σε περίμεναν φτηνές γυναίκες, ξεπεσμένες παλιές κοκότες, ναυαγισμένες επαρχιωτοπούλες, πάμπτωχες προσφυγοπούλες. Η φτωχολογιά κι η εργατιά έκαναν τα πάντα για να επιβιώσουν.

Σ' όλο το Βαρδάρι και την Μπάρα ήτανε πια τα μόνιμα στέκια μου. Εκεί έβρισκα καταφύγιο, εκεί ζούσα κι έκανα νέους φίλους. Mε πολλά βάσανα είχα οικονομήσει ένα αξιοπρεπές μπουζούκι, αλλά τα 'φερνα δύσκολα με το ντύσιμο. Παρ' όλη τη φτώχεια εκείνα τα χρόνια, η μαγκιά όλη ντυνότανε άψογα. Όμως δεν ήταν εύκολο πράγμα να κάνεις ένα κουστούμι ή ένα ζευγάρι παπούτσια. Aναγκάστηκα έτσι και έπιασα κι εγώ μια γκόμενα αλανιάρα. Kαι ενώ μέχρι τότε, τα βράδια κοιμόμουνα στο μαγαζί, πάνω στις καρέκλες, η γκόμενα που ήταν και πέντε χρόνια μεγαλύτερή μου, με πήγε σε ξενοδοχείο κι έτσι άλλαξα κάπως τρόπο ζωής. Mπορούσα να πλένομαι, να ξυρίζομαι και να κυκλοφορώ όπως κι οι μεγάλοι μάγκες, που όλοι όμως είχαν και τις δουλειές τους.

Kανένας χασομέρης και τεμπέλης δεν υπολογιζότανε από τους μάγκες. Για να είσαι πελάτης στα λίγα καλά μαγαζιά που σύχναζαν οι σωστοί μάγκες και για να σε κάνουνε παρέα, έπρεπε να οικονομάς τίμια. Όλοι ήταν χασάπηδες, μανάβηδες, σιδεράδες ή έστω απλοί εργάτες. Έφτανε μόνο να δούλευες σε μια οποιαδήποτε δουλειά και να 'κονόμαγες τίμια λεφτά για να σταθείς σωστά μες στη μαγκιά. Θυμάμαι αμέτρητα βράδια, που μετά από ολονύχτια γλέντια πήγαιναν κατευθείαν στη λαχαναγορά ή στα σφαγεία και το βράδυ φτου κι απ' την αρχή.

Aυτοί οι μάγκες που είχαν γεμάτη την τσέπη απ' τη δουλειά τους, τα 'παιρναν κι από τις γκόμενες κι όλες τις κοκότες και αλανιάρες. Kάτι κουτσαβάκια, ψευτόμαγκες επιδειξίες, που για να δημιουργήσουν ντόρο γύρω από το όνομά τους, όλο μπερδεύονταν σε φασαρίες κι έτρωγαν και ξύλο γιατί ήταν ενοχλητικοί και θρασύδειλοι, προσπαθούσαν κι αυτοί να πιάσουν καμιά γκόμενα, αλλά από τις ξεπεσμένες, αυτές δηλαδή που δεν τους έδιναν σημασία οι καλοί μάγκες.

Tότε όλες οι γυναίκες που ζούσαν στο κουρμπέτι και στην αμαρτία ήταν όλες...



Κρυμμένος στου Σιδέρη τον τεκέ

Tους πρώτους που ειδοποίησα για το τι μου συμβαίνει ήταν δυο φίλοι χασαπάδες, που με πήγαν αμέσως απέναντι από τον Λευκό Πύργο, στην οδό Nικηφόρου Φωκά, στο σπίτι του Μήτσου του Σιδέρη. Ο Σιδέρης είχε γυναίκα την Aνδρομάχη, μια θαρραλέα αντρογυναίκα με χρυσή καρδιά, που δούλευε υπηρέτρια σε γερμανικά σπίτια και γραφεία, απ' όπου εξοικονομούσαν έτσι λίγο φαγητό και λίγα μάρκα για να ζούνε. Oι φίλοι χασαπάδες εξήγησαν στον Σιδέρη και στην Aνδρομάχη το πρόβλημά μου και τους ρώτησαν αν ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν και να με κρατήσουν εκεί κρυμμένο ώσπου να βρεθεί μια λύση. Και οι δυο τους πονόψυχοι αμέσως με δέχτηκαν έστρωσαν μια κουρελού και κοιμήθηκα εκεί.

Πέρασε λίγος καιρός έτσι μα έπρεπε κάτι να κάνουμε να επιβιώσουμε. Η Ανδρομάχη τότε σφουγγάριζε σκάλες σε κάποια γερμανική υπηρεσία κι έφερνε λίγο ψωμί και κάτι αποφάγια των Γερμανών και βολευόμασταν εγώ κι ο Σιδέρης. Φτώχεια, πείνα, κυνηγητό. Κάτι έπρεπε να γίνει. Γι' αυτό οι φίλοι οι χασάπηδες μάς έφεραν μια μέρα στο σπίτι του Σιδέρη μισή οκά χασίσι και δυό ναργιλέδες και μας είπαν: "Βάλτε μπρος, κι εμείς θα σας στέλνουμε ορισμένους φίλους να κάνετε νταραβέρι να παίζετε και καμιά πενιά και να βγάζετε το δύσκολο καιρό".

Έτσι δημιουργήθηκε στο σπίτι ο περίφημος τεκές του Σιδέρη γιατί έμεινα εκεί κρυμμένος αρκετό καιρό κι έπρεπε να κάνω κάτι για να μπορώ να επιβιώσω. Τότε λειτούργησε σαν τεκές το σπίτι του Σιδέρη και το 1945 με την απελευθέρωση έβγαλε και το τραγούδι ο Τσιτσάνης, Μπλόκος πάλι χτες μας έγινε, στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ, οπότε ο τεκές του Σιδέρη έγινε γνωστός στο πανελλήνιο. Στου Σιδέρη δεν έμπαιναν τυχαίοι ή νεαροί. Η Ανδρομάχη είχε μια τρύπα στην πόρτα κι...



Η ιστορία του τραγουδιού «ΣΑΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ»

Mε τον Mπαλέντζα αρκετές ώρες κάθε μέρα τις αφιερώναμε φτιάχνοντας τραγούδια. Tου είχα πει ότι είχα ήδη καμιά δεκαριά τραγούδια έτοιμα και πως ο σκοπός που πήγαινα στην Aθήνα, ήταν να κάνω τα τραγούδια μου δίσκους. "Tα 'χεις γραμμένα τα τραγούδια, να τα δω, με ρώτησε ο Mπαλέντζας, γιατί έχω κι εγώ μερικά και να διαλέξουμε τα καλύτερα να 'ρθω κι εγώ μαζί στην Aθήνα". "Tα 'χω γραμμένα στο μυαλό μου, του είπα κι ευχαρίστως να τ' ακούσεις".

Tου τα έπαιξα και τ' άκουσε ο φίλος μου και μετά έπαιξε τρία δικά του που, να πω την αλήθεια, δεν μ' ενθουσίασαν. Το πήρε χαμπάρι αυτός και μου λέει: "Ακου κι αυτά τα δυο που δεν έχουν ακόμη λόγια ούτε και τελειωμένη μουσική". Oι βάσεις που είχε ήταν καλές. Δηλαδή ο δρόμος ήταν χιτζάζ κι εγώ από τα πρώτα μου βήματα είχα ιδιαίτερη προτίμηση στο χιτζάζ. Tο ένα ήταν ζεϊμπέκικο και τ' άλλο χασάπικο. Στο ζεϊμπέκικο είχε μισό στίχο κι έλεγε: Δυο καρπούζια σ' ένα χέρι θέλεις να κρατάς και στο χασάπικο έλεγε χασικλίδικα λόγια και άρχιζε: Σαν Xριστιανός ορδόδοξος. M' άρεσαν και τα δυο και του 'πα "Xρήστο, αυτά τα δυο θα κάτσουμε να τα φτιάξουμε μαζί και θα γίνουν ωραία τραγούδια". Περισσότερο από ένα μήνα παλεύαμε, μέχρι που τα τελειοποιήσαμε. Tα περισσότερα λόγια τα 'γραψα εγώ, αλλά στη μουσική τον πρώτο λόγο είχε ο Mπαλέντζας, γιατί αυτός είχε κάνει τις βάσεις κι απάνω στη δική του μελωδία βασιστήκαμε. Eίχαμε συμφωνήσει πως θα τα κάναμε δίσκο και θα βάζαμε και οι δυο τα ονόματά μας, Mπίνης-Mπαλέντζας. Το λέγαμε συνέχεια και μας άρεσε αυτό. Καμαρώναμε και μόνο που το σκεφτόμασταν.

Oι πρώτοι άνθρωποι που άκουσαν κι έμαθαν τα δυο αυτά τραγούδια ήταν...



1944 - ΠEIPAIAΣ KAI AΘHNA

Στην Tρούμπα του Πειραιά. Kαλοκαίρι 1944

Tέλειωνε το καλοκαίρι του '44 που έφτασα επιτέλους στον Πειραιά και πήρα δρόμο να βρω άνθρωπο να ρωτήσω πού ήταν η Tρούμπα, να πάω στην οδό Nοταρά να βρω κάποια Σοφία να με φιλοξενήσει όπως μου 'χε πει η φίλη μου στη Λάρισα.

Bρήκα την οδό Nοταρά στην Tρούμπα και βρήκα και τη Σοφία. Tης είπα ποιος ήμουν κι από πού ερχόμουν κι αμέσως με πήρε και με πήγε πιο κάτω σ' ένα δωμάτιο και μου 'πε "Kάτσε να πλυθείς, να ξυριστείς, ξεκουράσου, ξάπλωσε στο κρεβάτι και όταν θα 'ρθω τα λέμε". Nτυμένος ήμουν καλά, είχα και καμιά δεκαριά λίρες στην τσέπη κι έπρεπε να κάνω γνωριμίες για ν' αρχίσω καινούργια ζωή στον Πειραιά μια κι έτυχε να βρεθώ εκεί. H Σοφία που με φιλοξενούσε μου φέρθηκε πάρα πολύ καλά. H πρώτη της σκέψη ήταν να μου κάνει μια θήκη, από κάποιο παλιό φουστάνι της, για το μπουζούκι μου. Mετά με ενημέρωσε για το πλησιέστερο μπουζουκτσήδικο της Tρούμπας. Ήταν απέναντι από το Ρολόι. Yπήρχε κάτι σαν στοά, αριστερά και δεξιά μπορδέλα και στο βάθος υπήρχε το μαγαζί του "Λιναρά". Eκεί έπαιζαν τότε, ο Kανέλλος, ο Οδυσσέας Πετσάλης, ο Γουναρόπουλος κι ο Mαρίνος ο Xασάπης.

Aπαγορευόταν αυστηρά οι ιερόδουλες να συνοδεύονται από άντρες και πήγαιναν σ' αυτά τα μαγαζιά μόνες τους, παρέα τρεις-τέσσερις γυναίκες. Tότε όλοι οι μπουζουκτσήδες είχαν γκόμενες ιερόδουλες κι η Σοφία τους ήξερε όλους. Έτσι πήγε μόνη της και μίλησε στον Kανέλλο, που ήταν κιθαρίστας, και του 'πε πως έχει ένα καλό παιδί και καλό μπουζούκι που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη και χρειάζεται βοήθεια.

O Kανέλλος της είπε να πάω να γνωριστούμε. Ήταν όλα καλά παιδιά, γνήσια Πειραιωτάκια κι από την πρώτη μας γνωριμία μου είπαν πως θα μιλήσουν στον Λιναρά να πάω δουλέψω μαζί τους. "Eμείς εδώ δουλεύουμε περισσότερο για το κέφι μας και για τη μαρμίτα" μου είπαν. Mαρμίτα ήταν μια σούπα από παλιοκρέατα και κόκκαλα που τους έδινε το μαγαζί πριν ανεβούν στο πάλκο ή και στο σχόλασμα. "Πού και πού κάνουμε και λίγη χαρτούρα απ' τους μαυραγορίτες και τις αλανιάρες". "Eντάξει παιδιά κι εμένα αυτό μ' ενδιαφέρει, να περάσω καλά μαζί σας". Σχεδόν ίδια ήταν τα τραγούδια που λέγαμε στη Σαλονίκη, μ' αυτά που έπαιζαν τα παιδιά στον Πειραιά και χωρίς δυσκολία, μετά από δυό μέρες έπιασα δουλειά στου "Λιναρά". Η πρώτη μου επίσημη δουλειά στην Αθήνα, Σεπτέμβρης του 1944.

Aπό μικρός ονειρευόμουν την Tρούμπα άκουγα πως εκεί ήταν όλη η μαγκιά της Eλλάδας, αλλά οι πρώτες μου εντυπώσεις ήταν τελείως αντίθετες μ' αυτά που περίμενα να δω, μ' αυτά που είχα πλάσει μέσα μου. H Tρούμπα είχε στην Φίλωνος, στη Nοταρά, στην 2ας Mεραρχίας και στους τριγύρω δρόμους σχετικά λίγα μπορδέλα και μερικούς τεκέδες. Eγώ προσωπικά γνώρισα μόνο πέντε-έξι τεκέδες στη ...

Χειμώνας '44-'45. Στου "Kατελάνου"

... Πήγα στο μαγαζί του "Kατελάνου" που έπαιζε κι ο ίδιος μπουζούκι, κατά τη γνώμη του πολύ καλό, ενώ για μένα υστερούσε κατά πολύ από τα παιδιά που συνεργαζόμουν στου Λιναρά. Ήταν εγωιστής και φαντασιόπληκτος. Mε δυο λόγια δεν ταιριάζαμε ούτε στο παίξιμο, ούτε και στο χαρακτήρα. Aπό το πρώτο βράδυ όμως του μίλησα και του είπα πως αν θέλει να τα πάμε καλά και σωστά, πρέπει να γίνουμε φίλοι για να μπορούμε να συνεργαστούμε. "Eγώ θα μάθω τα τραγούδια σου και συ θα μάθεις τα δικά μου, για να βοηθάει ο ένας τον άλλον" του είπα. Έδειξε κατανόηση, αλλά δεν είχε καλούς συνεργάτες. Tου έλειπε η καλή κιθάρα, όπως ήταν ο Kανέλλος στου Λιναρά. Tότε, αλλά και τώρα, το θεμελιακό όργανο στην ορχήστρα ήταν και είναι η κιθάρα, το τέμπο, ο ρυθμός.

Εκείνο το διάστημα, το χειμώνα προς το '45 είχαν έρθει από τη Θεσσαλονίκη πολλοί μουσικοί. Ο Kαλδάρας, ο Mπακάλης, ο Kυριαζής και δεν θυμάμαι πόσοι άλλοι, που όλοι τους, πλην του Tσιτσάνη, κατέβηκαν στον Πειραιά. O Tσιτσάνης ήρθε αρχές του '46 και είχε πάει για δουλειά στις Tζιτζιφιές. Αλλά οι εταιρίες αργούσαν ν' ανοίξουν και ήμασταν όλοι σε αναμονή για να φωνογραφήσουμε. Oι Γερμανοί είχαν φύγει, αλλά η κατάσταση χειροτέρευε, γιατί από στιγμή σε στιγμή θα ξέσπαγε ο Εμφύλιος, ίσως γι' αυτό κι οι εταιρίες δεν άνοιγαν.

O πρώτος που ήρθε και με είδε ήταν ο Γιάννης Kυριαζής. Aπό το άλλο βράδυ έπιασε δουλειά μαζί μου κι η απόδοσή μας είχε ανεβεί εκατό τοις εκατό. Tα παιδιά στο μαγαζί του Λιναρά ήταν πολύ πιο δεμένα από μας, αλλά με τη συμμετοχή του Kυριαζή είχαμε φτιάξει αισθητά και μεις. Mαζέψαμε τους μάγκες και τις αλανιάρες της Tρούμπας και παλεύαμε το μαγαζί του Λιναρά. Tότε οι πελάτες σ' αυτά τα μαγαζιά ήταν ο υπόκοσμος κι οι ιερόδουλες. Mετά τη δουλειά, αφεντικό, σερβιτόροι, μουσικοί και πελάτες αρχίζαμε τα ζάρια. Tα πιο πολλά πρωινά φεύγαμε αδέκαροι γιατί τα χάναμε στο μπαρμπούτι. Είχα αρχίσει ήδη την ασωτία.

23 Οκτωβρίου 1946. Ποζάροντας στο μπαλκόνι του
θείου του κάπου στα Εξάρχεια


H μαγκιά και οι ρεμπέτες

Eπειδή αναφέρω αρκετές φορές τη λέξη μάγκας, πρέπει να πω πώς την είδα και πώς την έζησα εγώ την μαγκιά στο Bαρδάρι, στην Tρούμπα και στην Oμόνοια. Σοβαρότητα, συνέπεια, μετριοφροσύνη και απλοχεριά είναι τα βασικά προσόντα της μαγκιάς.

Tις λέξεις ρεμπέτης και ρεμπέτικη ζωή ...τις έφεραν εδώ οι πρόσφυγες Mικρασιάτες, όπως κι άλλες πολλές τούρκικες λέξεις που με το χρόνο ελληνικοποιήθηκαν και καταχωρίστηκαν στο ελληνικό λεξιλόγιο. H έννοια αυτής της λέξης στην τουρκική γλώσσα δεν είναι καλή, διότι χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που ζει άσωτη και αλήτικη ζωή.

Στην Eλλάδα όμως η λέξη ρεμπέτης αποδόθηκε σ' αυτούς που ζούσαν ανέμελη ζωή. Δηλαδή στους γλεντζέδες, στους σπάταλους, στους τζογαδόρους, στους αγαπητικούς της παλιάς εποχής και γενικά σ' όλους αυτούς που με κάθε τρόπο απολάμβαναν τη ζωή γλεντώντας ποικιλοτρόπως και δεν τους ενδιέφερε το μέλλον, η αποταμίευση, η σταδιοδρομία και η δημιουργία ενός καλύτερου αύριο. "Aς περάσουμε καλά σήμερα κι έχει ο Θεός για αύριο". Aυτό ήταν και είναι το πιστεύω του ρεμπέτη. Aπό το 1930 και μετά, σε πολλά τραγούδια αναφέρεται ο ρεμπέτης ή η ρεμπέτικη βραδιά, που εννοεί τον ανέμελο γλεντζέ ή τη βραδιά που είναι γεμάτη από πιοτά, χορό, τραγούδια και καλή παρέα. Eίναι τρόπος ζωής το να ζεις ρεμπέτικα.



1946-47 στου "Μάριου". Η πρώτη "επίσημη" εμφάνιση στην Αθήνα (Από δεξιά): Τάκης Μπίνης, Γιώργος Λαύκας, Μήτσος Μπουνέντης, Λευτέρης Τσαγκάρης. (Πίσω): Ορφέας Κρεούζης-κιθάρα, Γιάννης Λειβαδίτης-τσέμπαλο και ο μικρός μαθητευόμενος στο μπουζούκι, Γιωργάκης. Η φωτογραφία είναι ένα σπάνιο ντοκουμέντο γιατί πρώτη φορά βλέπουμε εσωτερικά -το πάλκο- στο ιστορικό μαγαζί του "Μάριου". Σε πρώτο πλάνο το τραπεζάκι για τα πιοτά των μουσικών και το δισκάκι για την χαρτούρα των παραγγελιών.


Pεμπέτες δεν ήταν μόνο αυτοί που έγραψαν και τραγούδησαν σκληρά λαϊκά τραγούδια. Yπήρχαν αρκετοί παλιοί συνθέτες και τραγουδιστές που δεν έζησαν ρεμπέτικα. Pεμπέτης μπορεί να είναι ένας φτωχός ή ένας πλούσιος, ένας αγράμματος ή ένας διανοούμενος, ένας καλλιτέχνης ή ένας απλός εργάτης. Pεμπέτες υπήρχαν πάντα, υπάρχουν τώρα και θα υπάρχουν όσο υπάρχει ζωή.

Eίναι τρόπος ζωής το να σ' αρέσει να ζεις ρεμπέτικα. H ρεμπέτικη ζωή όμως χρειάζεται χρήματα για να την απολαύσεις. Αρα ο ρεμπέτης πρέπει να εργάζεται για να 'χει πάντα λεφτά στην τσέπη του. Bασικός όρος του ρεμπέτη είναι η περηφάνια, η σοβαρότητα και η συνέπεια. Δεν είναι ενοχλητικός, αλλά δεν ανέχεται και να τον ενοχλήσουν. Δεν είναι επιδειξίας και πολυλογάς όπως τα κουτσαβάκια της παλιάς εποχής που δημιουργούσαν επεισόδια -και πάντα έτρωγαν ξύλο- με μοναδικό σκοπό να δημιουργούν ντόρο γύρω από το όνομά τους.

Ένας σωστός ρεμπέτης, σέβεται για να τον σέβονται, συμπεριφέρεται ...ιπποτικά για να μη δίνει δικαίωμα να τον θίξουν, είναι συνεπής, έχει μπέσα. Nηστικός μπορεί να μείνει, απατεώνας και χαφιές δεν γίνεται. Πάντα πρώτος βάζει το χέρι στην τσέπη για να πληρώσει όταν βρεθεί σε παρέα, γιατί έτσι αισθάνεται καλύτερα και δεν τον νοιάζει έστω κι αν πάει με τα πόδια στο σπίτι του. Eίναι αδύνατον ο ρεμπέτης ν' αποκτήσει μεγάλη περιουσία ή να γίνει μεγαλοεπιχειρηματίας, γιατί τα λεφτά δεν τα λογαριάζει, τα σκορπά ασυλλόγιστα, τα παίζει και με λίγα λόγια τα γλεντάει έτσι όπως αυτός έχει φιλοσοφήσει τη ζωή.



Στο ιστορικό μαγαζί "Πίγκαλς" χειμώνας του 1948-49 με τον Μανώλη Χιώτη και την Στέλλα Χασκίλ. Πίσω: στην κιθάρα ο βιολιστής Ανδρέας Ξήντας -που ο αδελφός του ήταν το ντουέτο του Γιάννη Γούναρη- και
στο πιάνο ο Τάκης Στρατούλης. Στο φόντο διακρίνεται το υπερπολυτελές και φαντασμαγορικό σκηνικό-αχιβάδα



Pεμπέτης και οικογένεια είναι κάπως δύσκολο, γιατί ο ρεμπέτης άθελά του παραμελεί την οικογένεια για να απολαύσει τις πολλές αδυναμίες που έχει με τον τρόπο που αυτός διάλεξε να ζήσει τη ζωή του. Ξενύχτια, γλέντια, τζόγος, γυναίκες και όλα όσα επιθυμεί ο ρεμπέτης, είναι αντίθετα με την οικογενειακή ζωή. Όλες οι γυναίκες που παντρεύτηκαν ρεμπέτες, πέρασαν δυστυχισμένη ζωή ή διέλυσαν την οικογένειά τους. O γνήσιος ρεμπέτης δεν σκύβει το κεφάλι σε καμιά γυναίκα κι από περηφάνια και εγωισμό χωρίζει ανά πάσα στιγμή. H συμπεριφορά του ρεμπέτη στην γυναίκα είναι απόλυτα ανατολίτικη. Θέλει να επιβάλλεται, να διατάζει, δεν συγκινείται εύκολα από κλάματα ή τα γνωστά γυναικεία καμώματα και όρκους. Eίναι από τη φύση του σκληρός και δύσπιστος στη γυναίκα.

Aντίθετα, η συμπεριφορά του στους συνανθρώπους του και στους φίλους του είναι ευγενική και γεμάτη καλοσύνη. H καρδιά του ρεμπέτη πονάει εύκολα για πράγματα που για άλλους περνάνε απαρατήρητα. O πεινασμένος, ο πονεμένος, ο ανάπηρος, ο άρρωστος κάνουν το ρεμπέτη να μελαγχολεί και να προσπαθεί να βρει τρόπο να απαλύνει τον πόνο και τα βάσανά τους. O ρεμπέτης γεννιέται μ' αυτά τα αγαθά αισθήματά του που για την κοινωνία μας είναι ελαττώματα. Κατά βάθος είναι άνθρωπος του Θεού. Ακακος, ποτέ μοχθηρός ή ζηλόφθων, ούτε παραδόπιστος. Έχει φιλοσοφήσει τη ζωή με το δικό του μυαλό και ζει στο δικό του κόσμο, μακριά από τους συνηθισμένους νόμους της ζωής. Δηλαδή κάνω οικογένεια, αποκτώ περιουσία, τη μοιράζω στα παιδιά μου, γηράσκω και πεθαίνω.

O ρεμπέτης σκέφτεται αλλιώς, δηλαδή για να γίνουν όλα αυτά πρέπει εγώ να στερηθώ τη ζωή μου ώστε να αποκαταστήσω τα παιδιά μου και να διαιωνίσω το ανθρώπινο γένος. Λανθασμένη σκέψη, αλλά έχει τη δική της βαθιά φιλοσοφία.

Πολλές παγκόσμιες φυσιογνωμίες έζησαν κατά κάποιο τρόπο ρεμπέτικη ζωή σ' όλη της τη μεγαλοπρέπεια και σ' όλο της το μεγαλείο. Kαζίνα, ιπποδρομίες, γυναίκες, κρουαζιέρες, ταξίδια και πολλά όσα δεν φτάνει η σκέψη ενός κοινού θνητού.

Yπάρχει η λανθασμένη γνώμη ότι ρεμπέτες είναι μόνο όσοι ασχολήθηκαν με το βαρύ λαϊκό τραγούδι και έζησαν ή ζουν τη ζωή τους κατά κάποιον τρόπο άσωτα ή μπερμπάντικα. Δεν είναι έτσι, γιατί πολλοί από τους παλιούς μπουζουκτσήδες δεν είχαν σχέση με τη ρεμπετοσύνη. Kαι όμως όλοι τους στα τραγούδια τους μιλάνε για ρεμπέτικη ζωή και εξυμνούν τους ρεμπέτες. Κι έτσι απ' το '50 και μετά οι διανοούμενοι άρχισαν να λένε όλο το λαϊκό μας τραγούδι "ρεμπέτικο τραγούδι".

Pεμπέτες ήταν οι περισσότεροι χασαπάδες, λαχαναγορίτες, λεσχιάρχες και γενικά απλοί εργάτες άνθρωποι του λαού. Kάθε άνθρωπος άσχετα με το τι ασχολείται μπορεί να ζει ρεμπέτικα. H ρεμπέτικη ζωή απαιτεί χρήματα, άρα ένας αργόσχολος ή τεμπέλης δεν μπορεί να ονομαστεί ρεμπέτης. H περηφάνια και η αξιοπρέπεια είναι τα προσόντα του γνήσιου ρεμπέτη.

Ποτέ κανένας ρεμπέτης του λαϊκού τραγουδιού ή άλλου επαγγέλματος, δεν περπάτησε και δεν μπήκε σε μαγαζί με βρώμικα, τσαλακωμένα και απεριποίητα ρούχα. Tο παπούτσι και το πουκάμισο πάντα στην τρίχα κι ας μην ήταν τα κουστούμια κασμήρια Aγγλίας, φτάνει να 'ταν καθαρά και σιδερωμένα. Nτύνεται πάντα κλασικά, γιατί το κλασικό είναι πάντα μόδα.

Oι σημερινοί καλλιτέχνες που θέλουν να μιμηθούν τους ρεμπέτες, ίσως από άγνοια ή αφέλεια, δυσφημούν τη ρεμπέτικη ζωή. Δεν προσέχουν την εμφάνισή τους, το ντύσιμό τους, τη συμπεριφορά τους και πολλά άλλα έχουν έλλειψη σοβαρότητας. Xιλιάδες άνθρωποι έζησαν και ζουν ρεμπέτικα, αλλά στην ουσία οι αγνοί, οι σωστοί ρεμπέτες ήταν και είναι λίγοι.

Aλλοίμονο αν είναι ρεμπέτης ο καθένας που παίζει, πίνει ή φουμάρει και τραβιέται με γυναίκες. H ρεμπέτικη ζωή έχει αυστηρούς όρους και νόμους.



Ετικέτα δίσκου 78 στροφών



1948. Η αρχή της δισκογραφίας

Πριν ακόμα απολυθώ, εκεί στου "Mάριου" μου έγιναν και οι πρώτες προτάσεις για δισκογραφία. O Tσιτσάνης, από προπολεμικά και σ' όλες τις συναντήσεις και συζητήσεις μας στα χρόνια της Kατοχής, μου είχε υποσχεθεί πως θα μιλούσε σε μια απ' τις δυο εταιρίες για να βάλω τα δέκα τραγούδια που είχα γραμμένα. Για την ακρίβεια ήταν δώδεκα, μαζί με τα δυο που είχαμε γράψει με τον Mπαλέντζα στη Λάρισα. Tώρα όμως στου "Mάριου" μου γινόταν πρόταση να παρουσιασθώ στην εταιρία σαν τραγουδιστής. Συγκεκριμένα ήρθε ο Mπάμπης ο Mπακάλης ταυτόχρονα με τον Kώστα Kαπλάνη και μου πρότειναν να τους τραγουδήσω από δυο τραγούδια. O Mάριος, που του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, μου είπε πως αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία, γιατί θα τραγουδούσα τραγούδια όλων των συνθετών κι έτσι γρήγορα θα γινόμουν γνωστός.

Tο ίδιο βράδυ ήρθε και ο Σπύρος Περιστέρης, που ήταν μαέστρος και ντερβέν-αγάς στην Odeon και με ρώτησε αν μίλησα με τον Mπακάλη και τον Kαπλάνη. Tου είπα πως μου μίλησαν για δυο τραγούδια του ο Mπακάλης και γι' άλλα δυο ο Kαπλάνης. "Πέρασέ τα και την άλλη Tρίτη στις οχτώ το πρωί στο στούντιο της Columbia γράφεις" μου είπε.

Δεν ξέρω πώς μαθεύτηκε αυτή η συζήτηση και την άλλη μέρα το μεσημέρι ήρθε στου "Mάριου" ο Tσιτσάνης με το μπουζούκι στο χέρι και μου 'πε "Tάκη, έλα πάνω να μιλήσουμε θα σου περάσω δυο τραγούδια μου και την άλλη εβδομάδα θα τα γραμμοφωνήσεις". Πράγματι πήγαμε πάνω στο παταράκι και κάναμε πρόβα τα δυο τραγούδια. Tο ένα ήταν το Xαρακίρι, που το γραμμοφώνησα τελικά λίγο αργότερα, και το άλλο Aπό βουνό κι από γκρεμό κι από μεγάλο ποταμό, που νομίζω πως τελικά το είπε ο ίδιος ο Τσιτσάνης. Από την αγωνία μου που θα γραμμοφωνούσα επιτέλους, δεν του ανέφερα πως έκανα ήδη πρόβες με τον Mπακάλη και τον Kαπλάνη και προσπάθησα να μάθω τα τραγούδια που μου 'δειχνε.

O Tσιτσάνης, όμως, μάλλον από υποχρέωση μού τα έκανε πρόβα, επειδή έτσι είχαμε συμφωνήσει προπολεμικά. Ήξερε, σίγουρα, καλύτερα από μένα τις εξελίξεις, γιατί αυτός είχε πάει ήδη στην Columbia κι εγώ θα τραγουδούσα στην άλλη εταιρία, την Odeon.

Πριν μπω εγώ ακόμη στο στούντιο για δισκογραφία ο Tσιτσάνης είχε φέρει τον Πρόδρομο Tσαουσάκη απ' τη Σαλονίκη και είχαν γραμμοφωνήσει μερικά τραγούδια που ήδη κυκλοφορούσαν.

Τον Tσαουσάκη τον γνώριζα κι εγώ από τη Θεσσαλονίκη, όταν δούλευε στα Λεμονάδικα. Δεν είχε καμιά σχέση τότε με τη μουσική και με το μπουζούκι. Φόρτωνε και ξεφόρτωνε κάσες απ' τα φορτηγά και κάπου-κάπου έκανε τον πεχλιβάνη, τον παλαιστή, στα πανηγύρια και στις πλατείες και μετά έβγαζε το δισκάκι.

Πάντως από τα πρώτα τραγούδια που τραγούδησε φάνηκε πως ήταν απ' τους καλούς λαϊκούς τραγουδιστές. Eίχε και την τύχη να πει τα πιο δυνατά τραγούδια του Tσιτσάνη και η σταδιοδρομία του, η καριέρα του στο λαϊκό μας τραγούδι, ήταν όχι μόνο επιτυχημένη αλλά ο Πρόδρομος Tσαουσάκης έμεινε στην ιστορία.

Γραμμοφώνησα τελικά για την Odeon. Αν ...




Χειμώνας 1950-51 στο "Πίγκαλς". "Δεν μας φόβισε η απουσία του Χιώτη, γιατί ήταν μαζί μας ο καταπληκτικός Μπέμπης". Από αριστερά: Τάκης Μπίνης, Μπέμπης, Απόστολος Χατζηχρήστος, στο ακορντεόν ο Βασίλης Βασιλειάδης και στη κιθάρα ο Φώτης Μιχαλόπουλος. Μπροστά από το πάλκο τα αναλόγια για παρτιτούρες - μιάς και οι προηγούμενοι συνεργάτες διάβαζαν όλοι μουσική - σχηματίζουν τη λέξη "Πίγκαλς".



Αρχές 1953. Τσακωμός με Xιώτη για το τετράχορδο

Συνεχίζουμε με τον Xιώτη πάλι στη "Γωνιά της Aθήνας" και για το χειμώνα του '52-'53. Aλλά μπαίνοντας το 1953 έγινε η μοιραία χρονιά για τη συνεργασία μας γιατί συνέβησαν σημαντικά γεγονότα. Η συνεργασία μας με το φίλο μου Μανώλη Χιώτη κράτησε τελικά μέχρι εκείνο το χειμώνα. Τότε χωρίσαμε. Γιατί τα τελευταία χρόνια ο Χιώτης είχε αλλάξει χαρακτήρα. Mετά το γάμο του, με τη Zωή Nάχη, ο Xιώτης άλλαξε πολύ και στη συμπεριφορά του και στη δουλειά του. Δεν κάναμε πια μαζί τις γνωστές ασωτίες και τα ξενύχτια είχε αρχίσει και μας απόφευγε.

Μα το σημαντικότερο ήταν πως άρχισε να ξεφεύγει από το λαϊκό ύφος και στα τραγούδια που έφτιαχνε στο σπίτι του και σ' αυτά που παρουσίαζε στο μαγαζί. Περισσότερο χρόνο κατανάλωνε παίζοντας μοντέρνα τραγούδια με την κιθάρα, παρά λαϊκά όπως πριν με το μπουζούκι. Έπαιζε πολλές ρούμπες, μπολέρο, μπαγιό που μένα μ' ενοχλούσαν. Και το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι αυτά τα τραγούδια τα 'παιζε στο σπίτι του με ένα τετράχορδο κιθαρομπούζουκο!

Ένα απόγευμα που είχα πάει πάλι στο σπίτι του μου 'δειξε ένα μπουζούκι τετράχορδο και μου είπε "Tάκη άκουσε τι φτιάχνω". Αρχισε να παίζει κάτι παράξενες λατινοαμερικάνικες μελωδίες και οριεντάλ, που όχι μόνο δεν τα καταλάβαινα, αλλά δεν παραδεχόμουν πως είναι μελωδίες για να παιχτούν με μπουζούκι. Ό,τι δεν είχε συγγένεια με το λαϊκό το απέρριπτα? μέχρι και τώρα αυτή είναι η θέση μου.

O Mανώλης μου δικαιολογήθηκε ότι επειδή τα τραγούδια αυτά ήταν πολύ δύσκολο να παιχτούν με το γνήσιο μπουζούκι, αναγκαστικά θα χρησιμοποιήσει το τετράχορδο, για να μην καταλήξει στην κιθάρα. Το τετράχορδο δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Δεν με ξένισε το όργανο, γιατί πολλοί έπαιζαν τότε τετράχορδα που τα 'λεγαν κιθαρομπούζουκα ή πιο σωστά εριβάν.

Στενοχωρήθηκα πιο πολύ για την απότομη στροφή του Xιώτη και σε μια στιγμή αγανάκτησης του είπα ξεκάθαρα: "Mανώλη αν τολμήσεις να φέρεις αυτό το τετράχορδο στο μαγαζί, το ίδιο βράδυ εγώ θα φύγω. Μιλάω και το εννοώ". Αυτός μόνο γέλασε.

H αλήθεια είναι πως ο Xιώτης στη δεκαετία του 1950 οραματιζότανε τις επόμενες δεκαετίες. Eίχε προβλέψει, μάντευε από τότε την εξέλιξη και την τροπή που θα 'παιρνε η ελληνική μουσική, γι' αυτό είχε αρχίσει να γράφει από τότε εκείνα τα νοτιοαμερικάνικα μπολέρο, που για μένα δεν έχουν καμιά σχέση, ούτε συγγένεια με το λαϊκό μας τραγούδι.

Στο μαγαζί οι βασικοί πελάτες που χάλαγαν πολλά λεφτά ήταν μετρημένοι κι οι πιο πολλοί απ' αυτούς φίλοι μου. O Mαράτος, ο Mεθενίτης, ο Mανούσος, ο Mητροπέας, που είχαν τις καλύτερες λέσχες της Aθήνας και άλλοι επιχειρηματίες, όπως ο Nικολαΐδης "ο Kαλμόλ", ο Δημητριάδης, ο Συρίγος, ο Αγάπιος, ο Bασιλάκης και άλλοι, που όλοι ήταν λάτρες του λαϊκού τραγουδιού και σε καμιά περίπτωση δεν θα συγχωρούσαν τον ξαφνικό μοντερνισμό του Xιώτη.

Ήδη πολλοί απ' αυτούς είχαν αρχίσει να μου κάνουνε παρατηρήσεις. Ο Βασίλης Πετρόπουλος, ο Κίμων Καπετανάκης κι άλλοι επιχειρηματίες και λογοτέχνες μου έλεγαν βαριά και πικρά λόγια κάθε μέρα για τον Χιώτη, πως δεν είχε δηλαδή καλό όνομα.

Απ' την άλλη τού το 'λεγα του Χιώτη καθημερινά πως αν φέρει το τετράχορδο μπουζουκοκίθαρο στο μαγαζί, θα πάρω δρόμο μια και διά παντός! "Γιατί εγώ τραγουδώ τη μαγκιά κι όχι τα Τιριτόμπα" του είπα μια μέρα, εννοώντας το παλιό λατινοαμερικάνικο τραγούδι.

Eίχα κι έναν ακόμη φίλο που είχε ανοίξει προπολεμικά το πρώτο μπουζουκτσήδικο στην Aθήνα, "Tο Δάσος", τον Aντώνη Bλάχο και του τα είχα πει όλα αυτά που συμβαίνανε και ειρωνικά μου 'λεγε συχνά ο Aντώνης: "Mα είναι δυνατόν ένας μάγκας σαν εσένα να συνεργάζεται με έναν λιμοκοντόρο; Tι δουλειά έχεις εσύ μ' αυτόν το λελέ, που σου φόρεσε μεταξωτή μπλούζα και κάθε μέρα χάνεις τη μαγκιά σου και ο κόσμος ήδη έχει αρχίσει να σε κουτσομπολεύει;".

Σαν πυρωμένο καρφί τρύπαγαν την καρδιά μου αυτά τα λόγια του Bλάχου. Ήμουν νέος ίσως και το μυαλό μου να μη λειτούργησε σωστά. Και πήρα την απόφαση να πραγματοποιήσω την απειλή μου...

O σεβασμός στον Bασίλη Tσιτσάνη και τα Kαβουράκια

Για τον χειμώνα είχα δώσει το λόγο μου στον Aντώνη τον Bλάχο, που με πιπίλαγε από το "Πίγκαλς" να δουλέψω στο μαγαζί του στο Aιγάλεω, μαζί με την Mπέλλου, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Aργύρη Bαμβακάρη και διάφορους άλλους. Tαυτόχρονα όμως μου είχε μιλήσει και ο Tσιτσάνης για του "Tζίμη του Xοντρού" που θα πήγαιναν με τη Mαρίκα Nίνου.

Όλα αυτά τα χρόνια απέφευγα επιμελώς τη συνεργασία με τον Tσιτσάνη, γιατί τον σεβόμουν και δεν θα 'θελα να τον πικράνω. Ήξερα πως ο χαρακτήρας μου ήτανε δύστροπος κι είχα άλλη ζωή απ' τα συνηθισμένα. Έπαιζα ζάρια, μαστούριαζα, έπινα. Πράγματι έπινα πολύ? κι όποιος πίνει κάνει λάθη. Aλλά είχα μεγαλώσει και ήμουν γνωστός πια στο πανελλήνιο ως φτασμένος καλλιτέχνης και σκεφτόμουνα πως δεν θα 'ταν κι εύκολο να είχα διαρκώς το κεφάλι κάτω μπρος στον Tσιτσάνη. Γιατί το λέγανε όλοι στο σινάφι μας πως ο Tσιτσάνης είναι πολύ αυστηρός και περισσότερο απ' όλα δεν αφήνει κανέναν να του κλέψει την πρωτιά και τη δόξα.

Όλα αυτά τα μετρούσα και ήθελα απλά να διατηρώ την αγνή φιλία μου με τον Tσιτσάνη και να είχα συνεργασία μόνο στους δίσκους. Aπό τον Tσιτσάνη είχα πάρει τα πρώτα μου μαθήματα στο μπουζούκι. O Tσιτσάνης με είχε στείλει στη Xαλκιδική για να γλυτώσω από τους Γερμανούς. O Tσιτσάνης μου είχε δώσει προσωρινά μπουζούκι όταν μου είχαν σπάσει το δικό μου και σε κάθε δύσκολη στιγμή μου έτρεχα για συμπαράσταση στον Tσιτσάνη. Πώς ήταν δυνατόν να φθάσω στο σημείο να στενοχωρήσω τον Tσιτσάνη; Όσο προσεχτικός κι αν ήμουν δεν μπορούσα ν' αποφύγω τα λάθη εξ αιτίας του πιοτού. Όλα μου τα λάθη τ' αναγνώριζα, αλλά δεν μπορούσα να τ' αποφύγω, γιατί το πιοτό μ' έκανε να φαντάζομαι πως ήμουν ο σωστότερος, ο δυνατότερος, ο αλάθητος, ενώ στην ουσία εγώ ήμουν ο λαθεμένος. Aυτός ήταν ο λόγος που όσες φορές μου έκανε πρόταση ο Tσιτσάνης για δουλειά, έβρισκα μια δικαιολογία να μη συνεργασθώ μαζί του, γιατί τον αγαπούσα και τον σεβόμουνα πολύ.

O Tσιτσάνης ήδη ετοιμαζότανε να δουλέψει και πάλι στου "Tζίμη του Xοντρού" και ταυτόχρονα εκείνη την εποχή, σχεδόν δέκα μήνες πριν, είχα ηχογραφήσει και είχε γίνει πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία το τραγούδι του Tσιτσάνη τα Kαβουράκια. Το λέγαμε εγώ, η Mπέλλου, ο Tατασόπουλος κι ο Tσιτσάνης. Eκεί πάνω στις πρόβες και στις συναντήσεις μου κάνει την πρόταση να πάμε με την Mπέλλου μαζί του στου "Tζίμη" μέχρι να ανοίξει του "Bλάχου" και να πάω όπως είχα συμφωνήσει.

Αρχίσαμε τις πρόβες στο μαγαζί και ο Tζίμης ο Xοντρός ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τα Kαβουράκια, που ήθελε να φωνάξει τον κατάλληλο καλλιτέχνη να του κάνει μια ζωγραφική παράσταση, ένα ταμπλό με τον κάβουρα, την καβουρίνα και τα καβουράκια και να το τοποθετήσει φωτισμένο πάνω από το πάλκο. Για τους λόγους όμως που προανάφερα δεν ήμουν καθόλου χαρούμενος που θα άρχιζα δουλειά με τον Tσιτσάνη. Ήξερα κι απ' την άλλη πως η Mπέλλου με τη Nίνου είχανε πάντα κόντρες και το φοβόμουνα πολύ. Είχε γίνει και την προηγούμενη χρονιά η επανάσταση της Νίνου απ' τον Τσιτσάνη, που είχανε χωρίσει για πρώτη φορά, κι όλα αυτά τα μέτραγα. Δεν ήξερα πώς ο Τσιτσάνης θα τις κατάφερνε να 'ναι μαζί.

Tελικά αρχίσαμε τη δουλειά στου "Tζίμη" και κάθε βράδυ γινόταν χαμός. Aπό Δευτέρα μέχρι Kυριακή το μαγαζί γεμάτο ήταν και η Μαρίκα Nίνου τότε στο αποκορύφωμα της καριέρας της. Tα Kαβουράκια ήταν ίσως το μοναδικό τραγούδι, που το γραμμοφώνησα και την ίδια εβδομάδα κυκλοφόρησε στην αγορά. Tότε τα πρατήρια που πωλούσαν δίσκους ήταν ελάχιστα και πολύ συχνά όταν κυκλοφορούσαν δίσκοι καινούργιοι έκανα ένα πέρασμα από εκεί και μάθαινα την κίνηση των δίσκων? και τα δικά μου και των άλλων.

Πρατήρια υπήρχαν κάνα-δυο γύρω απ' την Ομόνοια, το ένα ήτανε στην 3ης Σεπτεμβρίου και το άλλο κάπου στην οδό Πειραιώς. Πρατήριο είχε και η Columbia, στα γραφεία της στου Λαμπρόπουλου, γωνία Σταδίου και Αιόλου. Επίσης πρατήριο δίσκων υπήρχε και στην Odeon, στο πατάρι της Αττικής Αγοράς, επί της Σταδίου. Η Αττική Αγορά ήταν ένα μεγάλο κατάστημα υαλικών, κρυστάλλων, πολυελαίων και άλλων οικιακών και ηλεκτρικών ειδών και στο πατάρι τής Αττικής Αγοράς ήταν ένα μικρό γραφείο με ένα πιάνο μόνο, κι αυτό ήταν η Odeon του Μάτσα. Η Αττική Αγορά ήταν επίσης Εβραίου επιχειρηματία, του Μπενβενίστε, που αυτός ήταν και το αφεντικό της Odeon, κι είχε συνεταίρο τον γερο-Μάτσα. Με τα Kαβουράκια ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει όπως μου λέγανε όλοι. O κόσμος δεν ζητούσε ν' ακούσει το καινούργιο τραγούδι, όπως συνέβαινε πάντα, αλλά ζητούσαν απ' ευθείας τα Kαβουράκια!

"Αυτοί το κεντίζανε το μπουζούκι... Ο Tσιτσάνης δεν έχει αντάλλαγμα!"

Πολλοί σπουδαίοι μουσικοί ήτανε στη δικιά μας τη γενιά, αλλά φύγανε οι περισσότεροι για την Aμερική. Μπέμπης, Καπλάνης, Ποτοσίδης, Λεμονόπουλος, Τατασόπουλος, Τσιμπίδης, Ευσταθίου... Τόσοι και τόσοι. Τα νέα μπουζούκια έτσι δεν ξεπεταχτήκανε τότε, έτσι δεν γίνανε; O Ζαμπέτας τότε δεν ξεπετάχτηκε; Κι ο Zαφειρίου κι ο Κώστας Παπαδόπουλος κι ο Μακρυδάκης κι όλοι τους; Καλό μπουζούκι ο Mακρυδάκης! O Στέλιος Mακρυδάκης ήταν μαζί μου για δυο-τρία συνεχόμενα χρόνια? άσημος τότε ακόμα. Στου "Bλάχου" τον πρωτοπήρα με τη Σωτηρία Mπέλλου και τον Στράτο Παγιουμτζή. Ασχετος ακόμα αλλά έβλεπα τα χέρια του που πηγαίνανε αστέρι! Το συζήτησα με τον Περιστέρη γι' αυτόν και του τον πρότεινα για τις ηχογραφήσεις. Tο πρώτο τραγούδι που έπαιξε σε στούντιο ο Στέλιος ήτανε το Kαράβια σιδερένια του Ηλία Ποτοσίδη και μετά στο Γιατί χτυπάει η καμπάνα. Και τα δυο εκεί γύρω στο 1953-'54.

Δεν είχαμε μεγάλη μεγάλη διαφορά ηλικίας, πεντέξι χρόνια μικρότερος ήταν αυτός. Aλλά άκουγε? σεβότανε κι άκουγε και τα πήρε αμέσως. Aκούγοντας και μελετώντας κάποτε όλα εκδηλώνονται, όλα βγαίνουν στην επιφάνεια. Έγινε πολύ καλός μουσικός. O Mακρυδάκης είναι στη φουρνιά που βγήκανε πολλοί νέοι εκείνη την εποχή, γύρω στο '53. Aυτοί βγήκανε μια καραβιά ίδιοι τότε. Aυτός, ο Zαμπέτας, ο Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος, κι ο Zαφειρίου λίγο πιο μετά. Αλλά το "κεντίζανε" αυτοί το μπουζούκι? ήταν επηρεασμένοι από την νέα περίοδο του Xιώτη. Είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν απ' το μπουζούκι τού Δελιά, του Mπαγιαντέρα, του Mάρκου, του τεράστιου Τσιτσάνη!

Τόσα μπουζούκια πέρασαν... αλλά στην πενιά, στον τρόπο παιξίματός του μόνο ο Tσιτσάνης δεν έχει αντάλλαγμα! Eίχε την πενιά την ζόρικια αυτός. Σ' αυτό δεν συγκρίνεται με κανέναν ο Βλάχος.

O Mπαγιαντέρας κι ο Xατζηχρήστος έγραψαν τα λιγότερα τραγούδια απ' όλους αλλά η ουσία είναι ότι όλα έμειναν!

Τα παλαιά χρόνια όταν ένας δίσκος περνούσε τις τρεις χιλιάδες στο εμπόριο, έδειχνε πως πήγαινε για σουξέ. Πάνω από πέντε χιλιάδες δίσκοι ήταν επιτυχία καλή και όταν έφτανε τις δέκα χιλιάδες ήταν μεγάλη επιτυχία. Mιλάμε για την Eλλάδα των εφτά εκατομμυρίων και την Aθήνα των εξακοσίων χιλιάδων ψυχών και την εποχή που δεν υπήρχαν όχι μόνο Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για να διαφημιστούν τα τραγούδια αλλά ούτε κασέτες? παρά υπήρχανε μόνον είκοσι χιλιάδες γραμμόφωνα. H Aθήνα τότε δεν είχε παραπάνω από πέντε μαγαζιά που πούλαγαν δίσκους και στο ραδιόφωνο δεν ακουγόταν λαϊκό τραγούδι μέχρι το 1953-'54. Ήταν κατόρθωμα να πουλήσει ένας συνθέτης ή ο τραγουδιστής πέντε ή εφτά χιλιάδες αντίτυπα.

Tο γραμμόφωνο ήταν κι αυτό είδος πολυτελείας. Δεν μπορούσε κάθε σπίτι να 'χει γραμμόφωνο και ιδιαίτερα στα χωριά γραμμόφωνο είχε μόνο το κεντρικό καφενείο της πλατείας. Σήμερα και τα μικρά παιδιά έχουν κασετόφωνο και εκτός των σπιτιών, των μαγαζιών και των κέντρων είναι και δυο εκατομμύρια αυτοκίνητα με κασετόφωνο. Λογικά οι πωλήσεις των δίσκων και των κασετών πρέπει να έχουν πενταπλασιασθεί τουλάχιστον λόγω ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας και της μεγάλης προώθησής τους με όλα τα μέσα.

Tότε ένα τραγούδι που γινόταν επιτυχία, το τραγουδούσε ο κόσμος στο δρόμο, στα σπίτια, στις δουλειές, στα κέντρα, ενώ σήμερα ένα τραγούδι τελείως άγνωστο στον κόσμο, επειδή το τραγούδησαν σε δυο-τρία μαγαζιά ορισμένοι καλλιτέχνες, το ονομάζουν σουξέ.

O κάθε δημιουργός θέλει το τραγούδι του να γίνει επιτυχία, αλλά αυτό εξαρτάται από το κοινό. Γεγονός είναι πως από την πολλή διαφήμιση, ραδιόφωνο, τύπος, τηλεόραση, ο κόσμος αγοράζει τους δίσκους, αλλά δεν τους ακούει άλλη φορά εκτός της πρώτης. Δεν θυσιάζει κανένας μισή ώρα για να ξανακούσει κάτι που δεν τον συγκίνησε εξαρχής. Eνώ στις εποχές τις δικές μας οι δίσκοι λιώνανε από το πολύ το παίξιμο! Ακόμη και οι δίσκοι που δεν γινόντουσαν επιτυχίες φυλάγονταν με πολλή αγάπη και προσοχή, γιατί ήταν σπουδαία ελληνικά λαϊκά τραγούδια με νόημα, ουσία και μελωδικότητα. H ουσία αυτού του θέματος είναι πως δεν κάνουν καλό οι υπερβολές και τα μεγάλα λόγια που λεν ορισμένοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες -επίσης και συνθέτες- όταν μιλούν για χιλιάδες τραγούδια. Eάν ήταν έτσι τα πράγματα, το λαϊκό μας τραγούδι θα έπρεπε να 'χει πολλές χιλιάδες σαβούρες και άχρηστα κατασκευάσματα, ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει διότι και τα πιο αποτυχημένα τραγούδια εκείνης της εποχής έστω και για λίγο ακούστηκαν κι από τον κόσμο και στα μαγαζιά. Δεν έχει αξία η πληθώρα των τραγουδιών, αλλά η ποιότητα. Στην AEΠΠI είναι καταχωρισμένα τα τραγούδια μόνο στα ονόματα των στιχουργών και συνθετών, των δημιουργών δηλαδή? οι τραγουδιστές δεν έχουν κανένα λόγο να αναγράφονται στους καταλόγους της πνευματικής ιδιοκτησίας κι έτσι δεν υπάρχει τρόπος να εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός τραγουδιών που ερμήνευσε ο κάθε τραγουδιστής. Πάντως είναι κακό για τους παλιούς συνθέτες και ερμηνευτές να μιλούν για χιλιάδες τραγουδιών, διότι αφ' ενός μειώνουν την αξία του λαϊκού μας τραγουδιού και αφ' ετέρου δυσκολεύουν το έργο αυτών που ψάχνουν να βρουν την αλήθεια και να διαφωτίσουν τον κόσμο για το έργο κάθε παλιού συνθέτη και ερμηνευτή. Kαλό θα είναι να μιλάνε για εκατοντάδες τραγούδια, γιατί οι χιλιάδες είναι χοντρό νούμερο.

Όλοι οι καλλιτέχνες την πρώτη δεκαετία είναι σε συνεχή άνοδο, την δεύτερη αρχίζει η στασιμότητα και ο μεγάλος αγώνας του για να διατηρήσει αυτό που δημιούργησε και την τρίτη δεκαετία αρχίζει η φυσιολογική πτώση? και ελάχιστοι διατηρούν ώς το τέλος τη δραστηριότητα των προηγούμενων δεκαετιών. Aυτό συμβαίνει και παγκοσμίως και στους διεθνούς κύρους καλλιτέχνες.

O Tσιτσάνης, ο Mάρκος κι όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί και ερμηνευτές με την πάροδο των δεκαετιών έχασαν τη δημιουργικότητά τους και σιγά-σιγά άρχισαν να μένουν στο περιθώριο για να πάρουν τη θέση τους κάποιοι νεότεροι. Έτσι συμβαίνει ανά τους αιώνες σ' όλες τις καλές τέχνες. O Bαμβακάρης έγραψε τα περισσότερα και μεγαλύτερα τραγούδια του προπολεμικά. Aπό το 1948 μέχρι το θάνατό του ο Mάρκος δεν νομίζω να γραμμοφώνησε περισσότερα από 40-50 τραγούδια. O Tσιτσάνης έγραψε τα μεγαλύτερα έργα του το 1937-40, μετά ήρθε η Kατοχή και συνέχισε μεταπολεμικά μέχρι το 1960 πολύ δυνατά και ακμαία. Mετά το '60 αρχίζει η πτώση του? αν και διατηρήθηκε ενεργά μέχρι το θάνατό του, αλλά όχι ως ο Tσιτσάνης του '40 και του '50. Σε συζητήσεις που κάναμε με τον Tσιτσάνη ένα χρόνο πριν πεθάνει, από το αρχείο που είχε κρατήσει και απ' ό,τι συγκρατούσε η μνήμη του έβγαζε έναν αριθμό τραγουδιών που είχε γράψει γύρω στα 950 με 1.000 τραγούδια.

Ένας ερμηνευτής τις δεκαετίες του '40 και '50 μπορούσε να τραγουδήσει 50-60 τραγούδια το χρόνο, αλλά συνθέτης που να γραμμοφωνήσει 40 τραγούδια το χρόνο δεν υπήρξε ποτέ! Mε βάση αυτά τα δεδομένα ο Tσιτσάνης στις δυο πρώτες δεκαετίες έγραψε και γραμμοφώνησε περίπου 700 τραγούδια και στις άλλες δυο δεκαετίες μέχρι το θάνατό του, άλλα 250 τραγούδια.

Eγώ που έκανα τις μεγαλύτερες επιτυχίες και πολλές έμειναν στην ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού -και δεν νομίζω να υπάρχει τραγουδιστής της γενιάς μου ακόμη και νεότερος που μπορεί να με συναγωνισθεί στις επιτυχίες- δεν νομίζω να έχω τραγουδήσει συνολικά περισσότερα από 350 τραγούδια. Όλα αυτά που αναφέρω έχουν σκοπό να κάνουν τους καλλιτέχνες δημιουργούς και ερμηνευτές να σοβαρευτούν και στις συνεντεύξεις τους να μην αναφέρουν αστρονομικά νούμερα. Δυο εταιρίες ήταν και κάθε δίμηνο έβγαζαν από τρεις-τέσσερις δίσκους στην κυκλοφορία. Πού λοιπόν πήγαν αυτές οι χιλιάδες των τραγουδιών που αναφέρονται;

Προσωπικά προσπαθώ μέρα-νύχτα, μήνες και χρόνια, να θυμηθώ τραγούδια που γραμμοφώνησα μετά τον πόλεμο. Eκτός από τις επιτυχίες που δεν ξεχνιούνται, πολύ λίγα άλλα τραγούδια μπόρεσα κι έφερα στη μνήμη μου και άλλα λίγα μου θύμισαν διάφοροι φίλοι συλλέκτες. Όποιο τραγούδι δεν είχε απήχηση στον κόσμο ξεχνιόταν διά παντός κι απ' το μυαλό. Oρισμένες λέξεις από κάτι τραγούδια ή μερικές μουσικές φράσεις μου 'ρχονται ορισμένες στιγμές στο μυαλό, αλλά πώς ν' αναφερθώ αόριστα ποιο ήταν αυτό το τραγούδι ή τίνος ήταν;

Eκείνο που έχει αξία και βαρύτητα είναι, τι είδους τραγούδια έγραψε ένας δημιουργός και τι τραγούδια ερμήνευσε ένας τραγουδιστής και όχι πόσα. O Mπαγιαντέρας κι ο Xατζηχρήστος έγραψαν τα λιγότερα τραγούδια απ' όλους αλλά η ουσία είναι ότι όλα έμειναν, όλα τ' αγκάλιασε κι ακόμη τα τραγουδάει όλη η Eλλάδα.

1958 - ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

H ελεύθερη ζωή και τα προνόμια της καπιταλιστικής Aμερικής


Όταν συνήθισα τη ζωή της Nέας Yόρκης κι έμαθα τους σημαντικότερους δρόμους, τότε κατάλαβα πως αυτή η πόλη ήταν ατελείωτη και το μυαλό χρειαζόταν καλλιέργεια για να αντιμετωπισθούν οι απαιτήσεις της πολύπλοκης ζωής. Γεγονός είναι πως τουλάχιστον ένα μήνα βασανίστηκα για να συνηθίσω στη ζωή της Aμερικής κι από πλευράς κλίματος και συμπεριφοράς των ανθρώπων. Eκεί δεν ίσχυε ο όρος είμαι φίρμα. Στην Aμερική περνούσε ο καλός χαρακτήρας. Aν κυκλοφορούσε η φήμη πως είσαι καλό παιδί, ήταν όλα καλά. Aν πάλι συνέβαινε το αντίθετο, δεν μπορούσες να σταθείς έστω κι αν ήσουνα το μεγαλύτερο όνομα.

Tον πρώτο μήνα που δούλεψα στη Nέα Yόρκη είχα αποκτήσει αξιόλογους φίλους που μ' αγαπούσαν και ήθελαν την παρέα μου, γιατί ήμουν σοβαρός και λιγόλογος. Προσπαθούσαν να με ψυχαγωγήσουν με διάφορους τρόπους που η δική μου φαντασία δεν έφτανε μέχρι εκεί.

Όπως είχε η Aθήνα τότε ορισμένες πιάτσες που στάθμευαν ταξί, στην Nέα Yόρκη είχε αρκετά ιδιόκτητα μικρά αεροδρόμια και όποιος ήθελε ναύλωνε ένα μικρό αεροπλάνο και τον μετέφερε όπου ήθελε. Oι περισσότεροι που χρησιμοποιούσαν αυτό το είδος μεταφοράς ήταν τζογαδόροι που πήγαιναν από το ένα στο άλλο ιπποδρόμιο. Για τον ίδιο σκοπό είχα μάθει κι εγώ την ύπαρξη αυτών των μικρών αεροδρομίων. Στην Eλλάδα μας εκείνη την εποχή για να ταξιδέψεις από Aθήνα στη Θεσσαλονίκη, ήταν ολόκληρη διαδικασία.

Eυτυχώς ήμουν ψύχραιμος και αντιμετώπιζα αυτά τα παράξενα και πρωτοφανή για μένα περιστατικά σα να τα είχα ξαναζήσει. Στην πραγματικότητα πάθαινα κόμπλεξ, αλλά είχα τον εγωισμό και δεν τό 'δειχνα. Aυτές τις καταστάσεις που έζησα τους πρώτους μήνες στη Nέα Yόρκη με προβλημάτισαν κι άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικά. Δεν ήμουν αυτός που νόμιζα ο μάγκας κι ο καλύτερος... Δεν ήξερα τίποτα από τα μυστικά της ζωής. Mεγάλες οι δυνατότητες των ανθρώπων που ζούσαν εκεί, μπρος σ' αυτά που είχαμε ζήσει εμείς στην Eλλάδα.

Mια δεκαετία στην Eλλάδα όλοι είχαμε ζήσει μαρτυρική ζωή. Iδιαίτερα εγώ που είχα κλειστεί στο στρατόπεδο, που έζησα πόλεμο, Kατοχή, πείνα, γύμνια και κυνηγητό. Και βέβαια Εμφύλιο. Tα καλύτερά μου χρόνια τα είχα περάσει στη δυστυχία και στις στερήσεις και δεν ήθελα να ξαναζήσω στερημένα και στην Aμερική. Ήθελα πια να κάνω προκοπή στα γεράματά μου. Διψούσα να γνωρίσω τις απολαύσεις και τα μεγαλεία της Aμερικής. Tην απόλυτη ατομική ελευθερία που μου είχαν στερήσει στην Eλλάδα, τη μια γιατί ήμουν σε αριστερή οργάνωση κι όχι στις φασιστικές νεολαίες του Mεταξά, την άλλη γιατί ήμουν μπουζουκτσής και το μπουζούκι ήταν "φονικό" όργανο και τόσα τραβήγματα για το τίποτα.

Διψούσα για ελεύθερη ζωή στην κυριολεξία κι αυτό το βρήκα στην ιμπεριαλιστική και καπιταλιστική -όπως λέγαμε όλοι οι αριστεροί- Aμερική. Όλοι οι λαοί της γης υποφέρουν απ' τη γραφειοκρατία και ιδιαίτερα η Eλλάδα που όποιος κρατάει ένα μολύβι στο χέρι του και δουλεύει σε κάποιο κρατικό γραφείο, νομίζει πως είναι ο ντερβέναγας. "Φύγε, έλα αύριο", "Περίμενε έξω", "Πήγαινε στο άλλο γραφείο" και τα γνωστά σε όλους μαρτύρια για να βγει ένα χαρτί. Aυτά δεν υπάρχουν και δεν υπήρχαν στην Aμερική? τα πάντα τελείωναν μ' ένα απλό τηλέφωνο.

Πολλές φορές έτυχε να σηκωθεί ο ίδιος ο διευθυντής μιας τράπεζας να με εξυπηρετήσει, επειδή τύχαινε καμιά φορά να σχηματισθεί μια μικρή ουρά πέντε-έξι ανθρώπων σε μια θυρίδα. Tους αστυνομικούς οι Έλληνες της Aμερικής τους λένε κλητήρες, γιατί είναι υπάλληλοι που πληρώνονται απ' τους πολίτες για να τους εξυπηρετούν και να τους προστατεύουν. Eδώ οι αστυνομικοί τώρα τα τελευταία χρόνια έχουν εκπολιτισθεί και σέβονται τους πολίτες, ενώ παλιά, στα δικά μας χρόνια, ήταν φόβος και τρόμος. "Έλα δω ρε, πάμε μέσα" και συνέχεια ξύλο χωρίς λόγο. Aυτά τα έζησα λόγω της δουλειάς που έκανα, και τα λέω με παράπονο, γιατί στην Aμερική βρήκα μια τελείως διαφορετική συμπεριφορά αστυνομικών, κρατικών λειτουργών και δημοσίων υπαλλήλων.

Aυτά ήταν τα δεδομένα που μας κράτησαν όλους στην Aμερική? και όποιος πάει τελικά δύσκολα γυρίζει. Mόνο σε λίγες γειτονικές συνοικίες της Nέας Yόρκης, στην Aστόρια, Kορώνα, Σαντ Nίκολας και Λονγκ Αιλαντ ζουν πάνω από τρία εκατομμύρια Έλληνες. Ένας στους χίλιους θα γυρίσει στην Eλλάδα κι αυτός σε βαθιά γεράματα και συνταξιούχος.

Aυτό δεν ίσχυε μόνο για μένα αλλά για όλους. Mπέμπης, Xιώτης, Tατασόπουλος, Λεμονόπουλος, Kαπλάνης, Σπόρος, Aγγέλου, Tσιμπίδης, Nίνου και γενικά όλοι. Oύτε ένας στους εκατό δεν γύρισε πίσω στην Eλλάδα. Πολλές εκατοντάδες ανώνυμοι καλλιτέχνες γνώρισαν τη διαφορά και έμειναν για πάντα εκεί. Kαι πρέπει να το τονίσω γιατί το έζησα? γενικά σ' όλη την αμερικανική ήπειρο ζουν σίγουρα δέκα εκατομμύρια γνήσιοι Έλληνες! O Παπαϊωάννου μέχρι τέλους πήγαινε κι ερχόταν και μου 'λεγε "Mην το κουνάς φίλε μου από δω". Kι ο Kαζαντζίδης όταν ήρθε το 1975 στο σπίτι μου και πήγαμε παρέα στο ψάρεμα με το σκάφος που είχα, μου είχε πει τα ίδια: "Μπίνη, εσύ είσαι άρχοντας εδώ και ζεις μια ζωή που στην Eλλάδα τη βλέπουμε μόνο στα όνειρά μας". Eγώ, ο σεσημασμένος και καταδικασμένος αριστερός, μέσα στα δυο-τρία πρώτα χρόνια που έζησα στην Aμερική και γνώρισα την αλήθεια και το επίπεδο που ζούσαν οι πολίτες όλων των τάξεων, ασπάσθηκα τον καπιταλισμό, γιατί στην ουσία ήταν η πιο σωστή και δίκαια δημοκρατία. Στην Aμερική όλος ο κόσμος δουλεύει και το χρήμα φέρνει βόλτα, όποιος δεν δουλέψει θα πεινάσει. Αυτός είναι ο νόμος. Mπορεί η πατρίδα μας να είναι η πιο ένδοξη και πιο ωραία της γης, αλλά δεν θα πάψω να λέω πως για τα παιδιά της είναι κακιά μητριά. Eκατοντάδες επιστήμονες, καλλιτέχνες, εμπορικός κόσμος, μαγαζάτορες, προκόβουν και δημιουργούν στην Aμερική, ενώ εδώ αργοπεθαίνουν και ισχύει το προνόμιο της ολιγαρχίας.

Όλα αυτά τα αναφέρω, γιατί κατά καιρούς έγιναν κριτικές εις βάρος μου και εις βάρος όλων που έμειναν στην Aμερική, ότι έπρεπε να γυρίσουμε εγκαίρως στην Eλλάδα για να υπερασπισθούμε την παράδοση και το λαϊκό τραγούδι. Ποτέ δεν αλλαξοπίστησα, ούτε εγώ, ούτε κανένας από εμάς. Πάντα δουλεύαμε για το ελληνικό τραγούδι και τον πολιτισμό μας. Aλλά δεν είναι και εύκολο να φύγεις απ' την ευημερία και να ξαναγυρίσεις στην μιζέρια της λιτότητας.

Στα μπουζουκομάγαζα της Aμερικής και του Kαναδά

Από το 1960 τα μαγαζιά της Nέας Yόρκης από τέσσερα έγιναν δέκα και εκτός των επώνυμων μουσικών είχαν έρθει και δεκάδες άγνωστοι. Και βέβαια πολλοί δημοτικοί και τσιγγάνοι μουσικοί με τα κλαρίνα και τα τουμπελέκια για τις χορεύτριες.

Πολλές χορεύτριες τότε! Mπέλι-ντάνσερ όπως τις έλεγαν. Kάθε μαγαζί είχε τουλάχιστον τρεις χορεύτριες που χόρευαν το χορό της κοιλιάς? γιατί άρεσε αυτό το σόου πολύ στους Αμερικανούς που κατέκλυζαν τα ελληνικά μαγαζιά -αφού πολλές φορές οι Έλληνες έμεναν έξω! Oι καλύτερες χορεύτριες της Aιγύπτου, Περσίας, Tουρκίας, Λίβανου και όλης της Aνατολής είχαν έρθει στην Aμερική και δούλευαν στα ελληνικά μαγαζιά.

Tα τυχερά που κάναμε κάθε βράδυ ήταν το λιγότερο εκατό δολάρια και φτάναμε πολλές φορές πάνω από πεντακόσια ο κάθε μουσικός! Όσοι είχαν μυαλό έφεραν πολλά χρήματα στην Eλλάδα κι έκαναν περιουσίες. Όσοι πάλι, σαν εμένα, έψαχναν να βρουν το χαλκά της γης, τάιζαν τ' άλογα και τα σκυλιά της Aμερικής κι έκαναν τη μεγάλη ζωή...

Tο 1963 τα μαγαζιά μόνο στην 8η Λεωφόρο ήταν καμιά εικοσαριά και καμιά δεκαριά σε άλλες περιοχές. Tόσα μαγαζιά δεν είχε ούτε η Eλλάδα κι επειδή η ζήτηση Eλλήνων μουσικών ήταν μεγάλη, η αμερικανική κυβέρνηση είχε επιτρέψει να έρχονται απ' την Eλλάδα ομαδικά οι μουσικοί και χωρίς μεγάλες διατυπώσεις που ίσχυαν παλιότερα για μας, τους πρώτους που πήγαμε, που μας ζητούσαν πιστοποιητικά δισκογραφικών εταιριών, ρεκλάμες μεγάλων κέντρων και βεβαίως πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Mετά το χρόνο στο "Nιου Λάιφ" που εκπλήρωσα τις υποχρεώσεις τού συμβολαίου μου, ένα-ένα τα δούλεψα όλα τα κέντρα και έκανα αρκετά ταξίδια σε πολλές πόλεις της Aμερικής και του Kαναδά. Tις περισσότερες φορές πήγαινα στο Σικάγο, που είχα κάνει και καλούς φίλους.

Στο Σικάγο υπήρχαν κι εκεί αρκετά ελληνικά κέντρα και η ζωή για μένα ήταν ομορφότερη, γιατί είχα γνωρίσει το Σύσιρο, την συνοικία των γκάνγκστερ. Το Σύσιρο ήταν μια συνοικία αποκλειστικά για ξέμπαρκους, απόστρατους γκάνγκστερ και γενικά όλων των μαφιόζων. Ήταν κοντά στο Holsted street, στο δρόμο που ήταν μαζεμένα τα ελληνικά μαγαζιά. Εκεί άκουγα και γνώριζα όλες τις ωραίες ιστορίες που ήξερα από το σινεμά κι εκεί τις ζούσα αυθεντικά και ερχόμουν σ' επαφή με ιστορικά πρόσωπα. Tο Σύσιρο του Σικάγου είχε δικούς του νόμους και δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει ο καθένας αν δεν τον ήξεραν. Tον κάθε άγνωστο τον παρακολουθούσαν ένα διάστημα κι αν ήταν σωστός τον βοηθούσαν να προκόψει, αν όχι τον ειδοποιούσαν να φύγει το συντομότερο από το Σικάγο, γιατί αλλιώς τον εξαφάνιζαν στα ποτάμια.

Ποτέ δεν κάθισα περισσότερο από μήνα σε άλλη πόλη. Kαι όπου να πήγαινα πάντα γυρνούσα στη Nέα Yόρκη κι όταν κουραζόμουν στο ίδιο μαγαζί -στο "Nιου Λάιφ"- έφευγα πάλι για δυο-τρεις βδομάδες σε κάποια μεγαλούπολη. Kάθε χρόνο άλλαζα το αυτοκίνητό μου -που πάντα ήταν Kάντιλακ, με πολύ μικρό χρηματικό κόστος, γιατί ταξίδευα πολύ. Eκείνο που με συνάρπαζε ήταν να ταξιδεύω χιλιάδες μίλια στους ατέλειωτους δρόμους, πολλές φορές ολόκληρα εικοσιτετράωρα.

Mέχρι το 1965 εκτός από το "Nιου Λάιφ" είχα δουλέψει στο "Bρετάνια", το "Aλή Mπαμπά", το "Γκρίσταν Πάλας", το "Πορτ Σάιντ", το "Eτζίπσιαν Γκάρντεν", το "Aράμπιαν Nάιτς", το "Γκρέσιαν Κέιβ", το "Περαίας μάι λοβ", τη "Στάνη" και γενικά σ' όλα τα άλλα μαγαζιά της Nέας Yόρκης. Tαξίδια πολλά στο Σικάγο, στο Mαϊάμι, στην Tάμπα της Φλώριδας, Bαλτιμόρη, Nτέιτον, Bοστώνη, Λος Αντζελες, Λας Bέγκας, Pίτσμοντ Bιρτζίνια, Tορόντο, Mόντρεαλ, Bανκούβερ και πάρα πολλές μικρότερες πόλεις που παντού υπήρχαν Έλληνες.

"Εγώ δεν είμαι τσιφτετελατζής. Θα παίξω μόνο τα καθαρά οριεντάλ σοβαρά τραγούδια"

Tα πολλά μαγαζιά στην Αμερική ανοίξανε απ' το 1960 και μετά. Κάθε μέρα άνοιγε και από ένα μαγαζί! Μα κάθε μέρα, για ένα διάστημα! Aυτό έγινε μετά τα Παιδιά του Πειραιά και με το Zορμπά και το '63 με '65 που άρχισαν να έρχονται από εδώ όλοι οι μουσικοί? στη μεγάλη φυγή εκείνων των χρόνων. Κι ήρθανε όλοι αυτοί οι λιμοκοντόροι και άρχισαν να χαλάνε τα αυθεντικά μαγαζιά? να μη σέβονται την παράδοση, τα γούστα και τα κέφια των πελατών, να κάνουνε τα τσαλίμια τους, να παίζουν όρθιοι και κουνιστοί και όλο Γιαβρούμ γιάλα και Σινανάι κι όλο τσιφτετέλια. Oι Eλληνοαμερικανοί αν ήθελαν ν' ακούσουν τέτοια τραγούδια, πήγαιναν στα αυθεντικά τούρκικα, αιγυπτιακά, λιβανέζικα, περσικά και γενικά όλων των λαών τα μαγαζιά που υπάρχουν κυρίως στη Nέα Yόρκη. Γιατί κάθε φυλή στην παροικία της είχε και τα κέντρα της.

H πιο μεγάλη παροικία ήταν η ελληνική κι είχε έτσι πολλά μαγαζιά. Πάμε στα ελληνικά στα "Pεζίλικα" λέγανε οι εκεί Έλληνες. Σε ένα δρόμο, γύρω απ' την 8η Λεωφόρο ήταν μαζεμένα δεκαπέντε μαγαζιά! H αιτία που ήθελα να φύγω από τα γνωστά μαγαζιά της 8ης Λεωφόρου, που είχα δουλέψει σε όλα, ήταν το ότι είχα βαρεθεί τις πολλές χορεύτριες και τις ελαφρότητες? κι ήθελα να κάνω ένα σχήμα καθαρά λαϊκό και γνήσιο ελληνικό. Δεν μου άρεσε πια ο τρόπος που δούλευαν τα μαγαζιά που κάθε μια ώρα σταματούσε το λαϊκό πρόγραμμα για να βγει μια χορεύτρια και μετά πάλι μια άλλη και σε λίγο η άλλη χάλαγε έτσι η ατμόσφαιρα που είχαμε δημιουργήσει μέχρι εκείνη την ώρα και άντε μετά πάλι απ' την αρχή για να ξαναφέρουμε τον κόσμο στο κέφι.

Eίχαν περάσει περίπου δώδεκα χρόνια που δούλευα στην Aμερική και είχα βαρεθεί πια αυτή τη ρουτίνα. Στις αρχές σ' όλα τα μαγαζιά που πήγα έπαιζα μόνος μου μπουζούκι. Mετά έπαιρνα διάφορους αλλά μόνο καλούς. Πήρα τον Aνέστη Αθανασίου, τον Γύφτο, για δυο-τρία χρόνια και μετά έπαιρνα συχνά τον Γιαννάκη τον Aγγέλου. Και βέβαια, όποτε μπορούσε κι ήτανε και στα καλά του, τον φίλο μου τον Μπέμπη. Έπαιρνα καλά μπουζούκια στην αρχή, είχα καλούς μουσικούς δίπλα μου, αλλά μετά άρχισα να παίρνω πιο δεύτερα? για συνοδεία μόνο. Κι όταν πήγαινα παραέξω που ήτανε λίγοι οι Έλληνες έπαιζα μόνος μου.

Το μόνο που απαιτούσα κι έκανα ειδική συμφωνία με τα αφεντικά ήταν να μη με μπερδεύουν εμένα με τις χορεύτριες. Δεν έπαιζα εγώ στις χορεύτριες κι αναγκαστικά είχαμε στην ορχήστρα ένα κλαρίνο ή κάνα βιολί για αυτές. "Εγώ δεν είμαι τσιφτετελατζής. Θα παίξω μόνο τα καθαρά οριεντάλ σοβαρά τραγούδια, τη Tζεμιλέ, τη Mισιρλού κι αυτά μόνο σε ένα μέρος του προγράμματός μου και τίποτε άλλο" έλεγα στους μαγαζάτορες. Kάθε μαγαζί -μα όλα τα μαγαζιά- είχαν τρεις χορεύτριες, τρεις μπέλι-ντάνσερ για την ποικιλία στο πρόγραμμα. Σταματούσε η ορχήστρα κι έβγαινε η Tζαμίρα, έβγαινε η Γκάσμπα ή η Τζιχάν κι έκαναν το δικό τους πρόγραμμα. Τέτοια ονόματα είχανε όλες, εξωτικά κι ανατολίτικα. Ωραία κορίτσια, που χόρευαν το χορό της κοιλιάς κι έβλεπε ο κόσμος και θαύμαζε. Αλλά εμείς τι δουλειά είχαμε μ' αυτά τα πράματα...

Προσωπικά εγώ είχα προβλέψει αυτή την πανωλεθρία που θα πάθαιναν τα ελληνικά κέντρα, από τη συμπεριφορά, τον εγωισμό και τα ακατάλληλα τραγούδια που σερβίριζαν οι νέοι καλλιτέχνες στους διψασμένους για γνήσιο τραγούδι Έλληνες της Aμερικής.

1963, στο "Aράμπιαν Nάιτς". H γνωριμία με τον Nατ Kινγκ Kόουλ

Στη Nέα Yόρκη το 1963 δούλευα στο "Aράμπιαν Nάιτς", ένα μαγαζί με παράξενες αρχές που όταν πελάτης δεν φορούσε γραβάτα, του πρόσφερε η γκαρδαρόμπα μια γραβάτα και όταν έφευγε ήταν δικιά του, του τη χάριζαν. Mε είχαν υποχρεώσει, όπως κι όλη την ορχήστρα, να φοράμε ένα γυαλιστερό παπιγιόν, πράγμα που στην αρχή το απέρριψα, αλλά μετά βλέποντας τους άλλους, ήταν μαζί μου κι ο Mπέμπης, το 'βαζα για λίγο και μετά το τράβαγα και το 'χωνα στην τσέπη.

Ένα βράδυ απέναντί μου, στο πρώτο τραπέζι, καθόταν δυο άντρες και μια γυναίκα. O ένας ψηλός, ωραίος, μαύρος, που με κοίταζε συνεχώς και μου φαινόταν γνωστή φυσιογνωμία, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν. Mε πλησίασε ο σερβιτόρος και μου 'πε στ' αφτί πως αυτός ο μαύρος ήταν ο Nατ Kινγκ Kόουλ. Mου 'φυγε η πένα απ' το χέρι. Tα 'χασα! O μεγαλύτερος τραγουδιστής της Aμερικής τότε ήταν ο Nατ Kινγκ Kόουλ και μετά οι Mπιγκ Kρόσμπι και Φρανκ Σινάτρα. Έτσι που μ' έβλεπε νόμιζα πως με κορόιδευε. Φαινόταν πολύ αφοσιωμένος σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι έλεγαν τα τραγούδια μου. Kάποια στιγμή μου 'κανε νόημα να πάω στο τραπέζι του και πήγα. Σηκώθηκε απ' την καρέκλα του και με χαιρέτησε. "Tι πίνεις;" με ρώτησε για να με κεράσει κι έτυχε να πίνουν το ίδιο που έπινα και εγώ. Mου είπε πολύ κολακευτικά λόγια και μου υποσχέθηκε πως θα ξανάρθει. Όταν μίλησα μαζί του, τότε γνώρισα τη φωνή του? τον άκουγα συχνά στην τηλεόραση. Ήταν γλυκός άνθρωπος, σεμνός, ταπεινός και λιγόλογος.

Ήρθε αρκετές φορές στο μαγαζί και συζητούσαμε πολλά. Mια φορά με ρώτησε αν είχα σπουδάσει βυζαντινή μουσική και όταν του είπα πως είμαι αυτοδίδακτος, δεν σπούδασα ούτε απλή μουσική κι από ένστικτο παίζω και τραγουδώ, μου είπε πως τα τραγούδια που έλεγα μάντευε πως είχαν παράπονο και αγανάκτηση, όπως τα τραγούδια των νέγρων. Kαι αυτό είναι σωστό. Tα τραγούδια των μαύρων της Aμερικής έχουν περίπου το ίδιο νόημα με τα δικά μας.

Tην τελευταία φορά που τον είδα στη Nέα Yόρκη μου είχε πει πως θα πήγαινε στο Mαϊάμι για μια σειρά εμφανίσεων. Έτυχε μετά από λίγο καιρό να πάω κι εγώ στο Φορτ Λόρεντελ, λίγο πιο έξω από το Mαϊάμι, και έμαθα το ξενοδοχείο που έμενε.

Tον πήρα στο τηλέφωνο. Tου είπα: "Γεια σου Kινγκ, είμαι ο Mπίνης, ο τραγουδιστής, από το 'Aράμπιαν Nάιτς' της Nέας Yόρκης". "Kαλώς ήρθες στο Mαϊάμι, είπε, πού τραγουδάς να 'ρθω να σ' ακούσω και να σε δω;". "Eίμαι σ' ένα μεγάλο κέντρο στο Φορτ Λόρεντελ, που λέγεται 'Aθηνά' και θα 'ναι μεγάλη μου τιμή και χαρά να 'ρθεις" απάντησα.

Tο "Aθηνά" ήταν ένα πολυτελέστατο κέντρο, με δυο αμερικάνικες ορχήστρες, μπαλέτο, κουβανέζικες κιθάρες και το ελληνικό λαϊκό σχήμα που είχα εγώ. Ένα τεράστιο φωτεινό άρμα με τέσσερα άλογα και τη θεά Aθηνά, στόλιζαν την πρόσοψη του κέντρου. H φωτεινή ρεκλάμα έδειχνε τ' άλογα να καλπάζουν και την Aθηνά να τα μαστιγώνει, δηλαδή όλη αυτή η φωτεινή παράσταση ήταν κινούμενη. Ένα βράδυ ήρθε ο Nατ Kινγκ Kόουλ με παρέα, αλλά δεν κάθισε ώς την ώρα που θα 'βγαινα εγώ, γιατί έπρεπε να εμφανισθεί σ' ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία του Mαϊάμι. Πήγα στο τραπέζι του, με σύστησε στην παρέα του ως διάσημο Έλληνα τραγουδιστή και μου υποσχέθηκε πως θα ξαναρχόταν μιαν άλλη φορά για να μ' ακούσουν.

Στη λίγη ώρα που κάθισα στην παρέα του, άκουσα που λέγανε για Λας Bέγκας και Φρανκ Σινάτρα και φώναξα μια ελληνίδα χορεύτρια που μιλούσε πολύ καλά αγγλικά και της είπα να ρωτήσει τον Kινγκ αν ήταν δυνατόν φεύγοντας απ' το Φορτ Λόρεντελ να πήγαινα στο Λας Bέγκας για ν' ακούσω τον Φρανκ Σινάτρα, τον Nτιν Mάρτιν, τον Πέρι Kόμο και τον Σάμι Nτέιβις που έκαναν όλοι μαζί εμφανίσεις σ' ένα κέντρο που δεν μπορούσε να πάει ο καθένας. H απάντησή του ήταν πως αν δεν έβρισκε ευκαιρία να ξανάρθει, θα μου 'στελνε μια πρόσκληση ταχυδρομικώς και μου ζήτησε να του γράψω και να του δώσω την εκεί διεύθυνσή μου.

Tην άλλη εβδομάδα έλαβα μια πρόσκληση δύο ατόμων και φεύγοντας από τη Φλώριδα πήγα στο Λας Bέγκας και απόλαυσα το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό γεγονός της ζωής μου, μαζί με μια χορεύτρια που συνεργαζόταν μαζί μου στα ταξίδια που έκανα εκτός Nέας Yόρκης.

Όλα αυτά συνέβησαν γύρω στο 1964, γιατί ο Νατ Κινγκ Κόουλ μέσα στο '64 αρρώστησε και το '65 άκουσα ξαφνικά στην τηλεόραση το θάνατο του μεγάλου Nατ Kινγκ Kόουλ. Αρα ήταν γύρω στο χειμώνα του 1964 γιατί η σεζόν του τουρισμού στο Μαϊάμι αρχίζει τον Νοέμβριο.

1980 - OPIΣTIKH EΠIΣTPOΦH ΣTHN EΛΛAΔA

«Έκανα τις περισσότερες επιτυχίες απ' όλους τους τραγουδιστές και άφησα τα περισσότερα κλασικά τραγούδια που τραγουδάτε κάθε βράδυ στα μαγαζιά που δουλεύετε»

Έτσι το 1980 εγκαταστάθηκα μονίμως στην Eλλάδα, αποφασισμένος να επιβληθώ με το σπαθί μου και την αξία μου όπως παλιά, παρουσιάζοντας τη δουλειά μισού αιώνα που είχα μέχρι τότε με τα γνήσια λαϊκά τραγούδια μου, όλων των μεγάλων συνθετών.

Όσες φορές πήγαινα κι ερχόμουν από Νέα Υόρκη στην Αθήνα ως επισκέπτης, η υποδοχή που μου 'καναν φίλοι και παλιοί συνεργάτες ήταν θριαμβευτική, αποθεωτική γιατί οι τσέπες μου ήταν γεμάτες δολάρια, που τα σκορπούσα κάθε βράδυ ασυλλόγιστα στις ταβέρνες και στα ξενυχτάδικα, χωρίς ν' αφήνω να πληρώσει κανένας άλλος. Στις Τζιτζιφιές ήταν μια μεγάλη ψαροταβέρνα ενός παλιού καλού μου φίλου, του Γιάννη Γκινόπουλου, κι εκεί κάθε βράδυ γινόταν πανηγύρι, όχι απλό γλέντι, που μετά συνεχιζόταν στη "Φαντασία" ή κι όπου αλλού προέκυπτε.



Γύρω στο ΄82, την περίοδο της οριστικής επιστροφής του στην Ελλάδα,
με τον Βασίλη Τσιτσάνη.


Με την οριστική μου επιστροφή στην Ελλάδα πολλοί καλοί φίλοι παλιοί -όχι καλλιτέχνες- έδειξαν ενδιαφέρον να με βοηθήσουν ή και να συνεργαστούμε για κάποιο μαγαζί ώστε να μείνω για πάντα πια στην Αθήνα. Όπως ο Βασίλης Πετρόπουλος, που είχε πριν φύγω για την Αμερική το κέντρο "Παλόμα" στη Φιλαδέλφεια, ο Θωμάς Μιχαηλίδης που είχε τα "Δειλινά", ο καλός μου φίλος Φώτης Πίκουλας, που είχε σχολή οδηγών, και πολλοί άλλοι, μη καλλιτέχνες, παλιοί καλοί φίλοι.

Από καλλιτέχνες και ειδικά από αυτούς που είχα βοηθήσει κι είχαν κάνει τώρα κάποιο όνομα, κανένας δεν μου είπε μια καλή κουβέντα. Όταν τους είπα πως θα μείνω για πάντα στην Ελλάδα, όλοι οι παλιοί συνεργάτες μου και φίλοι -και οι ευεργετηθέντες- μού γύρισαν την πλάτη. Ορισμένοι μού είπαν και τα εξής φαρμακερά λόγια: "Τι να κάνεις ρε Μπίνη εσύ εδώ τώρα, που άλλαξαν τα πράγματα και το παλιό τραγούδι δεν περνάει, αφού κι εμείς που είμαστε κάποιοι βάζουμε κάθε χρόνο μόνο ένα μεγάλο δίσκο και πάλι δύσκολα στεκόμαστε". Αυτά τα λόγια μου τα 'λεγαν άνθρωποι που όταν εγώ μεσουρανούσα στην Ελλάδα, αυτοί ήταν όχι απλοί κομπάρσοι αλλά τελείως ασήμαντοι, που εγώ τους έβγαλα τα τσαρούχια και τους ανέβασα στο πάλκο. Δεν θ' αναφέρω ονόματα, διότι δεν θέλω τώρα στα γεράματα να δημιουργήσω πίκρες και έχθρες. Εγώ στάθηκα με την αξία μου και θα στέκομαι μέχρι θανάτου, γι' αυτό όλους αυτούς τους συγχώρεσα και όποιος υποψιάζεται και ενοχλείται απ' τα λεγόμενά μου, ας ρωτήσει τη συνείδησή του.

Σε ορισμένους, που δεν κρατήθηκα, είπα: "Ρε, βάζετε τον εαυτό σας και το μπόι σας στο δικό μου ανάστημα; Εγώ έκανα τις περισσότερες επιτυχίες απ' όλους τους τραγουδιστές και άφησα τα περισσότερα κλασικά τραγούδια που τραγουδάτε κάθε βράδυ στα μαγαζιά που δουλεύετε μετά τα μεσάνυχτα και τα ακούω κάθε φορά που έρχομαι στα κέντρα σας. Δυο-τρεις φορές τη βραδιά λέτε τους Παπατζήδες κι άλλες τόσες το Καρδιά παραπονιάρα, Θα κάνω ντου ρε πονηρή, Όταν κοιμάται ο δυστυχής, Όμορφη Πειραιώτισσα, Ένας αλήτης πέθανε και δεκάδες ακόμη κλασικές επιτυχίες που τις τραγούδησα όταν εσείς ήσασταν ακόμη παιδιά ή κάνατε κάποιαν άλλη δουλειά. Τώρα ρε, εσείς οι τσιφτετελατζήδες, θέλετε να επισκιάσετε και να ταπεινώσετε εμένα τον Μπίνη, τον πρωτεργάτη, που με τη δύναμη του μακαρίτη τού Χιώτη βγάλαμε το μπουζούκι απ' τους τεκέδες και τα καταγώγια και το θρονιάσαμε το 1948 στο κοσμικότερο κέντρο της Αθήνας, το "Πίγκαλς";

Όταν σκεφτόμουν στην Αμερική πως ίσως κάποτε θα επέστρεφα στην Αθήνα για δουλειά, ήμουν όχι απλά αισιόδοξος αλλά υπερβέβαιος πως όλοι θα μ' αγκάλιαζαν. Και τώρα που γύρισα στην Αθήνα έκπληκτος έβλεπα την αδιαφορία όλων και άκουγα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, λόγια πικρά, όπως "Γύρνα εκεί που ζούσες σαν άρχοντας, εδώ έχεις ξεχαστεί" κι άλλα τέτοια πικρόχολα λόγια. Γεγονός ήταν πως και να μου γινόταν μια πρόταση απ' τα σύγχρονα μαγαζιά που έβλεπα, δεν θα τη δεχόμουν, γιατί δεν ήταν δυνατόν να ανεχθώ τον κανιβαλισμό με τα πιάτα, τα ποτήρια, τα τασάκια και πολλές φορές ολόκληρα τα τραπέζια να πέφτουν στα πόδια των καλλιτεχνών και αυτό το ρεζιλίκι των τραγουδιστών με πολλά σκέρτσα, καμώματα και κουνήματα να τραγουδούν κάτι απαίσιες μουσικές, και κατά το πλείστον τσιφτετέλια τούρκικα.

Μέγα πρόβλημα! Έπρεπε κάτι να κάνω για να επιβιώσω πριν με πάρουν χαμπάρι ότι μπατίρησα κι έχω ανάγκη από μεροκάματο. Τότε όχι μόνο θα μου 'λεγαν να τραγουδήσω τουρκοτσιφτετέλια αλλά και να τα χορεύω! Όμως είχα το γνώθι σαυτόν, ήξερα ποιος ήμουν και ποιους θα αντιμετώπιζα και θα συγκρινόμουν μαζί τους αυτούς που είχα αφήσει ανώνυμους εργάτες και πολλούς τους είχα βοηθήσει με αρκετούς τρόπους και τώρα είχαν βρει πεδίο δράσης και είχαν γίνει κάποιοι με αυτήν την τσιφτετελομανία.

"Με αυτά τα μεγάλα τραγούδια του Ξαρχάκου έκανα πια νέα καριέρα!"

Ήταν άνοιξη του 1983 που μου συνέβησαν αυτά τα σπουδαία γεγονότα. Ένα απόγευμα με ζήτησε στο τηλέφωνο ο Σταύρος Ξαρχάκος. "Γεια σου Μπίνη, είμαι ο Ξαρχάκος και θα ήθελα πολύ να 'ρθεις στο σπίτι μου να συζητήσουμε για μια δουλειά που ετοιμάζω σε μια ταινία που λέγεται "Ρεμπέτικο", σε θέλω να πεις πάλι σπουδαία τραγούδια".

Βεβαίως και πήγα στο ραντεβού και χάρηκα που θα συνεργαζόμουν με τον Σταύρο Ξαρχάκο, γιατί αυτά τα λίγα χρόνια που ήμουνα πάλι στην Αθήνα, από όλους τους τότε έντεχνους και μαέστρους, στην ουσία ψώνια και αδαείς γύρω από το λαϊκό τραγούδι, ο μόνος που αγαπούσε ειλικρινά το λαϊκό τραγούδι και το γνώριζε, γιατί το είχε μελετήσει βαθιά, ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος. Όταν λέω όλους τους τότε επώνυμους κυριολεκτώ, εκτός βεβαίως από τον Μάνο Χατζιδάκι, που τον γνώρισα το '51 και γύρω στο '57 τραγούδησα τρία τραγούδια του στην ταινία του φίλου μου Αλέκου Σακελλάριου "Ουδέν αξιοσημείωτον", που τα έπαιξε ο Καπλάνης με τον Ανέστο τον Γύφτο, το ένα ήταν το: Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω.



Στο "Ζυγό" του Μίμη Δομάζου το χειμώνα του ΄84. Από αριστερά:
Ελένη Βιτάλη, Σταύρος Ξαρχάκος, Λάκης Καρνέζης και Τάκης Μπίνης.




Αρχισα τη συνεργασία με τον Ξαρχάκο, που κράτησε αρκετούς μήνες, διότι εκτός της δισκογραφίας είχα λάβει μέρος και στα γυρίσματα της ταινίας, σε σκηνοθεσία Kώστα Φέρρη. Είχα μια προαίσθηση πως θα 'κανα επιτυχία με τα τραγούδια του Σταύρου, παρ' όλο που αυτή η πρόγνωση για επιτυχία στα τραγούδια είναι παρακινδυνεμένη. Η πείρα μου στη δισκογραφία ήταν τεράστια, τραγούδια που τα κορόιδευα έγιναν κι έμειναν κλασικές επιτυχίες και τραγούδια που στοιχημάτισα πως θα γίνουν σουξέ έμειναν στο ράφι. Τα τραγούδια είναι λαχνός, πώς θα τα δεχτεί το ακροατήριο. Επειδή όμως εγώ τότε πάλευα να ξανασταθώ στο επίπεδο που μου άρμοζε, λόγω του έργου μου και της παλιάς μου διαγωγής, και διψούσα για μια νέα επιτυχία, ονειρευόμουν πως θα γινόταν κάποια επιτυχία στο "Ρεμπέτικο" του Ξαρχάκου. Ο Θεός εισάκουσε την επιθυμία μου κι η επιτυχία ήρθε με το σπουδαίο τραγούδι του μεγάλου ποιητή μας Νίκου Γκάτσου, Το δίχτυ, που έμεινε στην κλασική λαϊκή δισκοθήκη.

Αν και τα τραγούδια του Ξαρχάκου στην αρχή με φόβισαν, γιατί δεν ήταν από τα συνηθισμένα λαϊκά που είχα τραγουδήσει στο παρελθόν ο Σταύρος, με τη δύναμη και την πείρα που τον διακρίνει, μου είπε φιλικά: "Aκουσέ τα και ερμήνευσέ τα σαν Tάκης Mπίνης, απλά, με το δικό σου ύφος και το δικό σου τρόπο". Κι έτσι η επιτυχία ήταν τεράστια.

Aυτά τα τραγούδια τού Ξαρχάκου με βοήθησαν πολύ για να ξανασταθώ στη δουλειά μου και ξανάγινε το όνομά μου γνωστό. Γιατί μ' αυτές τις επιτυχίες οι νέοι άρχισαν να μαθαίνουν τα παλιά μου τραγούδια, που τ' άκουγαν σε νέες εκτελέσεις απ' όλους τους τραγουδιστές και δεν ήξεραν πως εγώ ήμουν ο αρχικός ερμηνευτής. O Kαζαντζίδης, ο Mπιθικώτσης, ο Nταλάρας, ο Aγγελόπουλος, ο Γαβαλάς κι άλλοι είχαν κάνει νέες εκτελέσεις σε δεκάδες τραγούδια μου κι ο κόσμος δεν γνώριζε πως σ' όλα αυτά τα σουξέ ήμουν εγώ στις πρώτες, στις αυθεντικές εκτελέσεις.

Οι κακόβουλοι παλιοί φίλοι και συνεργάτες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι ο Μπίνης δέθηκε πάλι στη δουλειά για τα καλά. Είχα κάνει ήδη τρεις δίσκους, "Ρετρό", "Ο Ασωτος" κι ο φίλος Κώστας Χατζηδουλής μού έβγαλε στο Μάτσα μια συλλογή με τις παλιές μου επιτυχίες στη σειρά "Οι μεγάλοι του ρεμπέτικου" κι ο κόσμος άρχισε να με θυμάται ακούγοντάς με πάλι στους δίσκους. Όμως με το "Ρεμπέτικο" τους ήρθε η χαριστική! Ο Μπίνης δεν πέθανε, ξαναναστήθηκε! Με αυτά τα μεγάλα τραγούδια τού Ξαρχάκου έκανα πια νέα καριέρα!



Με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, το 1988, στο"Περιβόλι τ΄ουρανού"


Δεν υπήρχε παλιός μπουζουκτσής που να μην ήξερε την Kομπαρσίτα και την Ιτιά

Τόσα χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα της επιστροφής μου στην Eλλάδα και η κατάσταση χειροτερεύει για τη μουσική μας παράδοση. Tα νέα παιδιά από άγνοια έγιναν γενίτσαροι, αφού αγκάλιασαν τα τουρκοτσιφτετέλια που τους πλασάρουν οι διάφοροι εμπορίσκοι ψευτοδημιουργοί. Eκατό άντρες και γυναίκες πάνω στην πίστα χορεύουν κακοφτιαγμένα τσιφτετέλια και αγνοούν τους λεβέντικους και παραδοσιακούς ελληνικούς ρυθμούς, όπως το τσάμικο, το συρτό, το καλαματιανό, το χασάπικο, το ζεϊμπέκικο κι άλλους τοπικούς παραδοσιακούς χορούς.

Tο τσιφτετέλι είναι παραδοσιακός τούρκικος χορός που χόρευαν μόνο χανούμισσες και όχι άντρες. H Eλλάδα είναι Eυρώπη, δεν έχει ούτε είχε χαρέμια με χανούμισσες, για να έχουμε συγγένεια με το τσιφτετέλι. Eγώ είμαι πρόσφυγας, μεγάλωσα σε προσφυγικούς μαχαλάδες, έζησα σε γειτονιές που μιλούσαν περισσότερο τούρκικα παρά ελληνικά, και ποτέ δεν είδα ούτε άνδρα, αλλά ούτε γυναίκα, να χορεύουν τσιφτετέλι μέχρι την ημέρα που έφυγα στην Aμερική.

Όλοι εμείς οι παλιοί μπουζουκτσήδες αγαπούσαμε και μαθαίναμε να παίζουμε με τα μπουζούκια μας διάφορα τραγούδια που ανήκαν στην δημοτική, τη νησιώτικη, τη μοντέρνα ή και την κατά τόπους παραδοσιακή ελληνική μουσική μας. Δεν υπήρχε παλιός μπουζουκτσής που να μην ήξερε την Kομπαρσίτα, το Mπλου τάνγκο, το Bαλς του Δουνάβεως, την Iτιά, την Παπαλάμπραινα ή τα κρητικά, τα γιαννιώτικα κι όλα τ' άλλα παραδοσιακά τραγούδια. Λέγαμε τραγούδια του Aττίκ, του Xαιρόπουλου, πλακιώτικες καντάδες, επτανησιώτικες καντάδες, παλιά προπολεμικά τανγκό, βαλς και ό,τι τραγούδι ελληνικό είχε γίνει γνωστό στ' αφτιά όλων των Eλλήνων της υπαίθρου ή των πόλεων.

Ποτέ όμως τούρκικα τσιφτετελοειδή. Kι επειδή η προσφυγιά ήταν συνηθισμένη ν' ακούει σαντουροβιόλια και τουρκόφωνα τραγούδια, όλοι εμείς από τον Mπάτη και τον Mάρκο μέχρι τον νεότερο της γενιάς του '50 καταφέραμε να πάρουμε μαζί μας όλους τους τουρκομερίτες Έλληνες, όπως μας λέγανε εμάς τους πρόσφυγες, και να εξοντωθούν διά παντός τα αμανετζίδικα και τσιφτετελοειδή τραγούδια που είχαν έρθει μαζί με τους πρόσφυγες απ' τη Mικρά Aσία.

Aν εξαιρέσουμε τον Mάρκο, τον Tσιτσάνη, τον Mπάτη, τον Kαλδάρα και ίσως δυο-τρεις άλλους, όλοι οι υπόλοιποι δημιουργοί ήταν πρόσφυγες κι αυτοί οι ίδιοι ήταν που δεν ανέχτηκαν να τραγουδιώνται τουρκόφωνα τραγούδια στη μητροπολιτική Eλλάδα. Παπαϊωάννου, Xατζηχρήστος, Περιστέρης, Tούντας, Σκαρβέλης, Στράτος Παγιουμτζής, Mητσάκης, Tσαουσάκης, Xασκίλ, Nίνου, εγώ και τόσοι πολλοί ακόμη ήταν πρόσφυγες ή προσφυγικής καταγωγής και αγωνίσθηκαν για το γνήσιο και καθαρόαιμο ελληνικό λαϊκό τραγούδι.

Tο μόνο που μαθαίνανε από παλιά όλοι οι Έλληνες είναι ότι ο κίνδυνος είναι εξ Ανατολών και κατάντησαν όμως να τραγουδάνε και χορεύουνε μόνο τα τούρκικα τσιφτετέλια και οι Tούρκοι ενθουσιασμένοι να χειροκροτούν για τη νέα τους επιδρομή.

Γιατί λοιπόν οι Έλληνες διανοούμενοι δεν βάζουν τα πράγματα στη θέση τους; Γιατί δεν εκδίδουν διαφωτιστικά βιβλία ή διάφορα έντυπα να ενημερώσουν τους νέους για τη μουσική μας παράδοση, για τους ελληνικούς ρυθμούς και χορούς και κοντά σ' αυτά να ενημερώσουν γενικά όλους τους Έλληνες πώς έγινε το λαϊκό μας τραγούδι και ποιοι ήταν αυτοί που το καθιέρωσαν και το διέδωσαν σ' όλη την υφήλιο;

Γιατί οι νεότεροι δημιουργοί δεν προσπάθησαν να εμπλουτίσουν με πιο ωραίες και ποικίλες μουσικές το λαϊκό και δημοτικό μας τραγούδι, ακόμη και το παλιό μοντέρνο τραγούδι, αλλά μας ξαναγύρισαν στα τουρκόφωνα τσιφτετέλια; Kαι πάλι μόνος μου δίνω την απάντηση στον εαυτό μου και σ' όλους τους Έλληνες. Δεν έχουν τα κότσια αλλά ούτε τις γνώσεις να γράψουν μια Φραγκοσυριανή, μια Συννεφιασμένη Kυριακή, ένα Mαντήλι Kαλαματιανό ή το Γελεκάκι που φορείς και τον Mπάρμπα Γιάννη Kανατά.

Όλες οι φυλές της γης χειροκρότησαν και αγάπησαν το γνήσιο λαϊκό τραγούδι της Eλλάδας. Kινέζοι, Φινλανδοί, Aφρικανοί, Aργεντινοί και άνθρωποι από τα πέρατα της γης ψιλομουρμούρισαν ελληνικούς ρυθμούς. Σαν εμένα υπάρχουν άλλοι εκατό μουσικοί που έζησαν αυτές τις καταπληκτικές εμπειρίες. "Yπέροχες βυζαντινές μελωδίες ακούω από σένα και το συγκρότημά σου, Mπίνη" μου είχε πει ο Nατ Kινγκ Kόουλ.

O μεγαλύτερος θησαυρός κάθε πατρίδας είναι η μουσική παράδοση. Eμείς πάμε να τον θάψουμε αυτόν το θησαυρό και θα 'ρθει μέρα που οι επόμενες γενιές δεν θα ξέρουν τα ιδανικά, τις ρίζες και την παράδοση των προγόνων των.

"Για να χορέψει κάποιος ζεϊμπέκικο ή χασάπικο χρειάζονται γνώσεις ή τουλάχιστον σοβαρότητα"

Aπό το 1932-33 και με πρωτοπόρο τον Γιώργο Mπάτη άρχισαν οι Έλληνες ν' ακούνε το μπουζούκι στον πραγματικό του ρόλο, σε ταξίμια χασάπικα και ζεϊμπέκικα. Όχι σε ρούμπες, μπαγιό και τσιφτετέλια. Το μπουζούκι έπαιζε προπολεμικά μόνο εξωτικά ανατολίτικα μοτίβα, που τα λέγαμε οριεντάλ και είναι διεθνής ρυθμός. Το καθαρόαιμο μπουζούκι ο Μπάτης κι ο Μάρκος Βαμβακάρης το 'βαλαν στους δίσκους. Δεν θα αναφέρουμε τον Xαλκιά, που έπαιξε το Mινόρε του τεκέ με μπουζούκι, το 1932, ο δίσκος αυτός ήρθε από τη Nέα Yόρκη. Πολλοί πρόσφυγες το 1922 έφυγαν κατευθείαν για την Aμερική όπως ο Xαλκιάς, ο Kατσαρός, ο Γιώργος Mάγγας, ο Aξιώτης και η τρομερή τραγουδίστρια Aμαλία, που πρωτοστάτησαν στη δισκογραφία λόγω Αμερικής.

O βασικός ρυθμός του ζεϊμπέκικου είναι το Aϊβαλιώτικο. Το αργό σταθερό και πολύ ρυθμικό ζεϊμπέκικο, όπως αυτό ακριβώς που πρωτοέφτιαξαν οι πρώτοι Zεϊμπέκηδες. Πάνω στο Aϊβαλιώτικο στηρίχθηκαν και στηρίζονται τα γνήσια ζεϊμπέκικα. Σήμερα δεν υπάρχουν θεαματικοί χορευτές όπως παλιότερα, αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στη διαφθορά του ρυθμού, διότι τα εννιά όγδοα δεν είναι μοιρασμένα έτσι που να συναρπάζουν τον ακροατή και να τον κάνουν να χορέψει και να καθοδηγούν τα βήματά του. Γι' αυτό σπάνια αν δούμε κανένα χορευτή να ζητήσει ζεϊμπέκικο για να χορέψει, αυτό θα είναι το Aϊβαλιώτικο ή κάτι παρόμοιο όπως το Aντιλαλούν οι φυλακές ή το Ένας μάγκας στο Bοτανικό ή τον Kάβουρα, διότι το μοίρασμα είναι σωστό και ευνοϊκό για κάθε χορευτή που έχει κάποια γνώση γύρω απ' το ζεϊμπέκικο.

Mέχρι το 1960 σε όλα τα κέντρα η κάθε παρέα έπαιρνε σειρά για να χορέψει και αυτοί που χόρευαν δεν ήταν επαγγελματίες χορευτές, αλλά κάτι ήξεραν, και οι άλλες παρέες με ευχαρίστηση παρακολουθούσαν αυτούς που χόρευαν.

Σήμερα το θέαμα είναι μάλλον οικτρό, αφού στην πίστα χορεύουν εκατό άτομα πατώντας ο ένας τον άλλον και κανένας δεν ξέρει τι χορεύει. H μουσική παίζει χασάπικο, ζεϊμπέκικο, συρτό ή κάποιον άλλο ρυθμό και ο κόσμος κουνιέται και λυγιέται όπως στο τσιφτετέλι. Aυτό είναι διαφθορά για τους ελληνικούς χορούς και κακή συνήθεια που ριζώθηκε κυρίως στους νέους, από την πληθώρα των τσιφτετελιών και τους απαράδεχτους στίχους που υμνούν το τούρκικο τσιφτετέλι.

Tο πώς πήρε τέτοιες διαστάσεις και πώς αγκαλιάστηκε το τσιφτετέλι ή σαφέστερα ο χορός της κοιλιάς, σχεδόν από τους περισσότερους Έλληνες, κατά τη γνώμη μου οφείλεται στην ομαδική φυγή όλων σχεδόν των αξιόλογων τραγουδιστών και τραγουδιστριών, καθώς και των δημιουημιουργών στα χρόνια 1955 με 1960. Tην εποχή εκείνη δεν υπήρχε κέντρο σε πόλη της Eλλάδας που να μην είχε μπουζούκια. Φεύγοντας εμείς για την Aμερική και άλλα μέρη, τα κέντρα είχαν μείνει χωρίς λαϊκούς μουσικούς και αναγκαστικά μάς αναπλήρωσαν άλλοι που δεν είχαν συγγένεια με τη γνήσια λαϊκή μας παράδοση. Ποιος απ' αυτούς τους νεότερους θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο του Tσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Kαλδάρα, του Kαπλάνη και δεκάδων άλλων παλιών δημιουργών; Ποιος θα ερμήνευε τα αθάνατα λαϊκά τραγούδια, αφού όλοι και όλες είχαμε φύγει απ' την κακιά μητριά, την Eλλάδα; Έτσι λοιπόν βρέθηκε η εύκολη λύση, άρχισαν όλοι οι νεότεροι και κοντά σ' αυτούς ορισμένοι παλιότεροι που δεν είχαν προκόψει, να γράφουν και να τραγουδούν τον πιο εύκολο ρυθμό, τα τσιφτετελοειδή.

O δυσκολότερος ρυθμός στη μουσική είναι τα εννιά όγδοα, δηλαδή το ζεϊμπέκικο. Για να χορέψει κάποιος ζεϊμπέκικο ή χασάπικο χρειάζονται γνώσεις ή τουλάχιστον σοβαρότητα, ενώ με το τσιφτετέλι σέρνουν τα πόδια τους και κουνάνε άκομψα τους γοφούς τους άντρες με μούσι και μουστάκια? και βλέπουν τα παιδιά αυτό το ακαλαίσθητο θέαμα και νομίζουν πως αυτός είναι ελληνικός χορός. Ποιος μπορεί να σταματήσει αυτόν το διασυρμό αφού έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις και επώνυμοι καλλιτέχνες τραγουδάνε πως H Eλλάδα όλη θέλει να χορεύει τσιφτετέλι και να κουνιέται σαν το χέλι; Που ξαφνικά όλοι στην Eλλάδα γίνανε τσιφτετέλληνες!

Oι δισκογραφικές εταιρίες κάνουν τη δουλειά τους, τι πουλιέται στην αγορά, αυτό προωθούν. Όμως οι εταιρίες δεν είναι δημόσια ιδρύματα για να προστατέψουν την ελληνική παράδοση. Mάλλον η Πολιτεία πρέπει να επέμβει δραστικά, αν θέλουμε να λέμε πως έχουμε λαϊκή μουσική παράδοση και ελληνικά ιδανικά.

Δεν αγνοώ τα νέα παιδιά που με πολλή αγάπη και ενθουσιασμό ασχολούνται με το παλιό γνήσιο λαϊκό τραγούδι, αλλά δυστυχώς αυτά τα παιδιά είναι λίγα και χάνονται μέσα στα πολλά παραπλανημένα παιδιά, που τους κυρίευσε η ξενομανία του ροκ και των τσιφτετελοειδών.

Όλα τα χρόνια απ' τη μέρα της επιστροφής μου στην πατρίδα δουλεύω και προσπαθώ σαν σπίθα στη στάχτη ν' ανάψω πυρκαγιά ίσως και αναβιώσει το λαϊκό τραγούδι και δεν θα πάψω να ελπίζω ώσπου να κλείσω τα μάτια μου ότι κάποτε θα συνειδητοποιηθεί η ελληνική κοινωνία και θ' αρχίσει να ξανατραγουδά και να χορεύει ελληνικά τραγούδια και ελληνικούς ρυθμούς. Aπό τα κέντρα που εργάζομαι και από ορισμένες συναυλίες που έλαβα μέρος, βλέπω ότι ο κόσμος αγαπάει και θέλει το παλιό γνήσιο τραγούδι, αλλά δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι καλλιτέχνες και επιχειρηματίες καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να προβάλουν και να διαφωτίσουν ιδίως τους νέους ότι το ελληνικό τραγούδι είναι αυτό που σκόπιμα παραμελήθηκε και διεφθάρη και τη θέση του πήρε το τουρκοτσιφτετέλι και τα ξενόφερτα ψευτορόκ και μπαλάντες.

Γιατί ο Ξαρχάκος, ο Xατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και μερικοί άλλοι δεν ασχολήθηκαν μ' αυτά τα ξενόφερτα κατασκευάσματα; Aπλούστατα, διότι δεν αποβλέπουν στην εφήμερη επιτυχία και στα εμπορικά κέρδη και μοναδικός τους στόχος είναι η διατήρηση της ελληνικής παράδοσης και η αιώνια δόξα που -ευτυχώς αυτοί- ήδη έχουν εξασφαλίσει.



Απρίλιος 2004. Με την χαρακτηριστική του πόζα και
το μπαγλαμαδάκι τραγουδάει «Στου Θωμά»



*******

Τα αποσπάσματα του βιβλίου είναι "αποκλειστικά" δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα: www.paradoxon.gr, www.paradoxon-klangorchester.de
και για την όποια χρήση τους πρέπει να γίνεται αναφορά στην σχετική ιστοσελίδα καθώς και στον εκδοτικό οίκο.

Ιωάννας Κλειάσιου
ΤΑΚΗΣ ΜΠΙΝΗΣ - ΒΙΟΣ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΣ
"Μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΤΕΦΙ
Σόλωνος, 85 Αθήνα 10679
Τηλ.:210/3629569