Της ξενιτειάς και του αγώνα

Πουλάκι εκεί στη ξενιτειά που τριγυρνάς μονάχο
με ζόρια που δε νιώσαμε πίκρες που δε θα δούμε
μολόγα μας αχ έρημο το πως τα φέρνεις βόλτα
τι πίνεις και με ποιούς μιλάς που πέφτεις και πλαγιάζεις

Απ΄ το Φθινόπωρο παιδιά πλακώνω τη μαστούρα
να μη μιλώ να μη λαλώ να μη μπορώ να κραίνω
να΄ναι οι φτερούγες μου βαριές τα βλέφαρα βαρίδια
αχ το κεφάλι μου θολό τις πίκρες να ξεχνάει

Στη φαντασία να πετώ στα παιδικά μου χρόνια
στου μύθου μες τα σκηνικά και στου βυθού τα σπάνια
να πιάνω το μολύβι μου τρελλά ν΄ αποτυπώνω
και στου Ορφέα την αγκαλιά από Νιρβάνα μέσα

Σαν πιάνει όμως η Ανοιξη απ΄ όλ΄ αυτά απέχω
και τους λαμόγιους κυνηγώ μέχρι που να τα φτύσουν
Τον ύπνο των μακάριων κοιτάω πως θα ταράξω
αχ την ελπίδα μέσα μου να αφήσω για να ανθίσει

Έτσι αρχίζω να γελώ το Χάρο κοροϊδεύω
γελά κι αυτός με συμπαθεί και συμβουλές μου δίνει
η ξενιτειά πολύτιμη μου βάνει δυσκολίες
κι εγώ το κύκλο ακολουθώ να ζήσω δε βαριέμαι


(2007©Παραδοξολόγος)

*******